Στο «σταυροδρόμι» της ανάπτυξης της έρευνας της ιατρικής επιστήμης ή της μετανάστευσης επενδύσεων και ταλέντων στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού βρίσκεται η Ευρώπη, ενόψει αλλαγής της κοινοτικής φαρμακευτικής νομοθεσίας.
Αυτό επισημαίνουν σε κοινή επιστολή τους προς τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, η Ευρωπαϊκή Ένωση Φαρμακευτικής Βιομηχανίας (EFPIA) και ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ), καθώς αναμένεται στην έκτακτη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 9 και 10 Φεβρουαρίου θα συζητηθεί η μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο παγκόσμιο σκηνικό ως ενιαία αγορά, παράμετροι που υποστήριξαν την ευημερία της Ευρώπης τα τελευταία 30 χρόνια.
Η κοινή επιστολή ΣΦΕΕ-EFPIA προς τον Πρωθυπουργό, με θέμα «Ευρωπαϊκή Ανταγωνιστικότητα και Μεταρρύθμιση της Φαρμακευτικής Νομοθεσίας», επισημαίνει ότι «Διακυβεύεται το μέλλον ενός από τους μεγαλύτερους κλάδους υψηλής τεχνολογίας της Ευρώπης, της βιοφαρμακευτικής βιομηχανίας με γνώμονα την έρευνα, και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει τα κλειδιά είτε να ξεκλειδώσει, είτε να κλείσει την πόρτα στο μέλλον της».
Υπογραμμίζοντας τη σημασία της επικείμενης αναθεώρησης στη νομοθεσία της Ε.Ε. για τη φαρμακευτική βιομηχανία στις 14 Μαρτίου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι εκπρόσωποι του κλάδου σημειώνουν ότι συμφωνούν «με τις πρόσφατες παρατηρήσεις της Προέδρου Φον ντερ Λάιεν στο Νταβός ότι «πρέπει να συνεχίσουμε να επενδύουμε στην ενίσχυση της βιομηχανικής μας βάσης και να κάνουμε την Ευρώπη πιο φιλική προς τις επενδύσεις και την καινοτομία. Βλέπουμε επιθετικές προσπάθειες να προσελκύσουν τις βιομηχανικές μας ικανότητες μακριά στην Κίνα ή αλλού. Και γνωρίζουμε ότι οι μελλοντικές επενδυτικές αποφάσεις θα ληφθούν ανάλογα με το τι κάνουμε σήμερα», όμως εκφράζουν τις ανησυχίες της ευρωπαϊκής φαρμακοβιομηχανίας «ότι οι επερχόμενες προτάσεις αντιβαίνουν σε αυτήν την ατζέντα».
Η επιστολή αναφέρει ότι ο παγκόσμιος ανταγωνισμός για επενδύσεις υψηλής τεχνολογίας δεν είναι νέος.
«Στη δεκαετία του 1990, οι μισές νέες θεραπείες προέρχονταν από την Ευρώπη. Σήμερα, είναι μόνο η μια στις πέντε. Το 2002 οι ΗΠΑ διέθεσαν επιπλέον 2 δις δολ. έναντι της Ευρώπης για φαρμακευτική έρευνα και ανάπτυξη, ενώ τώρα δαπανούν 25 δις δολ. επιπλέον. Η απασχόληση στον φαρμακευτικό τομέα στην Κίνα έχει αυξηθεί κατά 800% τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Αυτές οι χώρες παρέχουν ένα καθεστώς πνευματικής ιδιοκτησίας που είναι απαραίτητο για το μέλλον της έρευνας και ανάπτυξης, καθώς επίσης και μια βιώσιμη εμπορική αγορά», σημειώνει η επιστολή και τονίζει πως «Αυτή η νέα νομοθεσία θα έχει διαρκή, σημαντικό και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο σε έναν τομέα που συμβάλλει περισσότερο στο εμπορικό πλεόνασμα της ΕΕ από οποιονδήποτε άλλο καινοτόμο τομέα με 136 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, απασχολεί 840.000 άτομα σε όλη την Ευρώπη και επανεπενδύει μέχρι σήμερα 42 δισ. ευρώ κάθε χρόνο, που κατ΄ αναλογία είναι το μεγαλύτερο ποσοστό εσόδων σε Ευρωπαϊκή έρευνα και ανάπτυξη σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο τομέα υψηλής τεχνολογίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι η νέα νομοθεσία θα έχει επίσης σημαντικές επιπτώσεις στην πρόσβαση των ευρωπαίων ασθενών στις πιο πρόσφατες κλινικές δοκιμές, τις εξελίξεις στη θεραπεία, καθώς και στη δημόσια υγεία, ευρύτερα.
Καταλήγοντας η EFPIA και ο ΣΦΕΕ επισημαίνουν πως «για την Ευρώπη, η επιλογή είναι απλή.
Ένα ακμάζον βιοφαρμακευτικό οικοσύστημα με κορυφαία ιατρική επιστήμη παγκοσμίως που υποστηρίζει την οικονομική ευημερία και τις ευρωπαϊκές θέσεις εργασίας ή μια συνεχής απώλεια επενδύσεων και ταλέντων, που παρασύρεται πέρα από τον Ατλαντικό ή στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού με την υπόσχεση ενός οράματος, φιλοδοξίας και πλαισίου πολιτικής που θα καθορίσει, αντί να «πνίξει» την ιατρική καινοτομία.
Οι Βρυξέλλες «κρατούν τα κλειδιά» για την απελευθέρωση της υγείας, της καινοτομίας και του οικονομικού δυναμικού, ώστε η μεγαλύτερη βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας να μπορέσει να ανταγωνιστεί σε παγκόσμια κλίμακα. Έχει τη δύναμη να ανακόψει τη ροή των επενδύσεων, αφήνοντας την Ευρώπη στην ανοιχτή αγκαλιά των ΗΠΑ και της Κίνας.
Εάν η ΕΕ το κάνει σωστά, η φαρμακευτική βιομηχανία έρευνας στην Ευρώπη, βρίσκεται στη μοναδική θέση να βοηθήσει στην παροχή περισσότερων για τους ασθενείς, και σε ένα πιο υγιές μέλλον».