Ελλάδα

Η εποχή του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» πέρασε οριστικά


Είναι πολλά τα περιστατικά και τα ανέκδοτα με έλληνες διάσημους που, σε ειδικές συνθήκες, τέθηκε υπό αμφισβήτηση η αναγνώριση (και η εξαργύρωση) της δημοσιότητάς τους στη δημόσια σφαίρα. Ενα από τα πιο γνωστά είναι αυτό με την Κατίνα Παξινού η οποία, κάποια ημέρα, είχε αργοπορήσει στην πρόβα που έκαναν για παράσταση στην Επίδαυρο. Μπαίνοντας στο θέατρο, ο φύλακας την εμπόδισε να προχωρήσει. «Μα είμαι η Παξινού» του είπε για να εισπράξει την απάντηση «Δεν πα’ να ‘σαι και η Μάγια Μελάγια, μέσα δεν μπαίνεις».

Του κλώτσου και του γκάτσου

Ενα αντίστοιχο περιστατικό συνέβη και με τον Μάνο Χατζιδάκι όταν αργά κάποιο βράδυ χάζευε, μαζί με τον Νίκο Γκάτσο, τις μηχανές σε μια βιτρίνα της λεωφόρου Συγγρού. Ενα περιπολικό σταμάτησε για εξακρίβωση στοιχείων και επειδή ούτε ο ένας ούτε ο άλλος είχαν μαζί τους ταυτότητα, τους έβαλαν στο αυτοκίνητο για να τους οδηγήσουν στο τμήμα. «Είμαι ο Χατζιδάκις» τους είπε ο συνθέτης και άκουσε κι αυτός «Δεν πα’ να ‘σαι και ο Τζον Πάπας, στο τμήμα θα πάμε οπωσδήποτε». Και πήγαν. Ενώ ο Γκάτσος είχε κάποτε σχολιάσει το αν τον αναγνωρίζουν και τον διευκολύνουν στις δημόσιες υπηρεσίες, με τη φράση «Εκεί κι αν μ’ έχουνε του κλώτσου και του γκάτσου».

Μια πολύ χαρακτηριστική απάντηση είχε δώσει και ο Γιώργος Οικονομίδης όταν, μπαίνοντας στου Φλόκα στη Θεσσαλονίκη, έπεσε, κατά λάθος, πάνω σε έναν πελάτη που έβγαινε. «Ζώον» του είπε ο πελάτης που δεν τον είχε αναγνωρίσει κι εκείνος του απάντησε «Χαίρω πολύ, Γιώργος Οικονομίδης».

Αυτά βέβαια γίνονταν σε μια εποχή που δεν υπήρχε τηλεόραση, δεν υπήρχε Διαδίκτυο και η αναγνωρισιμότητα εξαντλούνταν σε λίγες δεκάδες άτομα όλα κι όλα στην Ελλάδα. Που ήταν όμως πραγματικά διάσημοι και όχι παροικούντες στον αχαρτογράφητο χώρο των σελέμπριτις.

Κεφάλαιο προς εξαργύρωση

Σήμερα τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Η αναγνωρισιμότητα είναι κεφάλαιο προς εξαργύρωση ακόμη και στην καθημερινότητα. Μπορεί και κυρίως σε αυτήν. Δεν είναι τυχαίο ότι μια κλασική «δημοσιογραφική» ερώτηση σε σελέμπριτις είναι για το αν το διάσημο πρόσωπό τους τούς έχει βοηθήσει να αποφύγουν, για παράδειγμα, μια κλήση από την τροχαία.

Με τους περισσότερους να απαντούν «ναι». Και όταν το όργανο της τάξης φαίνεται να θαμπώνεται από ένα μοντέλο – παίκτρια ριάλιτι, πώς να μην εκπλαγεί, να μην εκραγεί ή ό,τι, τέλος πάντων, έκανε η Ζέτα Μακρυπούλια όταν διαπίστωσε πως η διασημότητά της δεν συγκίνησε την υπεύθυνη της αεροπορικής εταιρείας και δεν «άνοιξε» την ήδη «κλειστή» πτήση για να επιβιβαστεί η αργοπορημένη ηθοποιός. Στην αρχή κατήγγειλε, με ανάρτησή της στα σόσιαλ, την «κακιά» εταιρεία που δεν της επέτρεψε την επιβίβαση. Η εταιρεία απάντησε και η συνέχεια (δεν) δόθηκε με χιούμορ, αυτό που στη διαδικτυακή γλώσσα περιγράφεται ως «επικό αυτοτρολάρισμα της Μακρυπούλια».

«Γεια σου Μαράκι»

Συνέχεια όμως δόθηκε από την ηθοποιό Μαρία Σολωμού που, προς υποστήριξη της Ζέτας, εξεμάνη με την ίδια εταιρεία όχι μόνο διότι δεν της επέτρεψαν την επιβίβαση του σκύλου της χωρίς βιβλιάριο (κάτι που είναι απαραίτητο για να ταξιδέψει κατοικίδιο ακόμη και με πλοίο) αλλά επειδή δεν την αναγνώρισαν, εκείνη που δεν χρειάζεται να δείξει καν ταυτότητα όταν επιβιβάζεται στο αεροπλάνο αφού οι υπάλληλοι της λένε ένα «Γειά σου Μαράκι», χαιρετισμός υπεράνω επίδειξης ταξιδιωτικών και λοιπών εγγράφων.

Η διασημότητα, ανεξάρτητα από το πού και για ποιο λόγο εκπορεύεται, αποτελεί ένα ξεχωριστό «επάγγελμα». Σήμερα μάλιστα που η ανάρτηση ενός προϊόντος σε λογαριασμούς διάσημων στα σόσιαλ κοστολογείται βάσει τιμοκαταλόγου, πρόκειται για «επάγγελμα» που μπορεί να αποφέρει σημαντικά έσοδα. Εκτός από αυτό όμως, στη συνείδηση του μέσου πολίτη υπάρχει κάτι πέραν του θαυμασμού, ένα δέος, η αναγνώριση μίας υπεραξίας του διάσημου.

Κάτι που ίσως οφείλεται στην έλλειψη αστικής παράδοσης στη χώρα μας. Μια παράδοση που επιτρέπει, για παράδειγμα, στον Πολ Μακάρτνεϊ να χρησιμοποιεί το μετρό του Λονδίνου και να μην ασχολείται κανείς μαζί του, ενώ αν το έκανε αυτό ένας διάσημος τραγουδιστής στην Ελλάδα, θα ανέβαιναν δεκάδες stories στο Instagram. Εχουμε συνηθίσει, με δυο λόγια, οι διασημότητες να αποτελούν μια ξεχωριστή τάξη στην Ελλάδα που χαίρει ειδικών προνομίων.

Μεγαλοπρεπές άδειασμα

Η κοινωνία όμως, ευτυχώς, αλλάζει. Μπορεί επειδή εξελίσσεται και προοδεύει, μπορεί και διότι σήμερα η πρόσβαση στη δημοσιότητα είναι εξαιρετικά εύκολη και ή ίδια η δημοσιότητα εντελώς σχετική. Εκείνα τα δεκαπέντε λεπτά του Γουόρχολ έχουν πλέον ξεπεραστεί.

Και δεν μιλάμε πλέον για υπεραξίες, δεν υφίστανται αυτές όταν η έκθεση του κάθε διάσημου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι τόσο μεγάλη. Οι δύο ηθοποιοί περίμεναν υποστήριξη από τα κοινά τους, εισέπραξαν όμως από ένα μεγαλοπρεπές «άδειασμα».

Οι εποχές του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» φαίνεται να έχουν περάσει οριστικά. Οχι διότι οι διάσημοι δεν «πουλάνε» πια αλλά επειδή ο τρόπος που διαχειρίζονται την αναγνωρισιμότητά τους μπορεί να τους κάνει «ψώνια». Κι αυτό δεν κρύβεται από τα σόσιαλ.





Source link

sporadesnews
the authorsporadesnews

Αφήστε μια απάντηση