Ο Τζέιμι Ντίμον δεν είναι ένας συνηθισμένος CEO μεγάλης αμερικανικής τράπεζας. Κατά καιρούς απασχολεί την κοινή γνώμη με τις απόψεις του που στην πολιτική σκηνή των ΗΠΑ πολλώ δε μάλλον στην Wall Street ακούγονται ως σοσιαλιστικές. Έχει ζητήσει να φορολογηθεί ο ίδιος και οι πλούσιοι για να ανακουφιστούν τα κοινωνικά στρώματα με τα χαμηλότερα εισοδήματα ενώ είναι λάβρος πολέμιος των κρυπτονομισμάτων.
Οι μέτοχοι της Jp Morgan Chase, το πηδάλιο της οποίας κατέχει εδώ και σχεδόν 18 χρόνια, γεγονός που τον καθιστά τον μακροβιότερο CEO αμερικανικής τράπεζας, έχουν συνηθίσει τα πολιτικά σχόλια για την κυβέρνηση μέχρι και την υγειονομική περίθαλψη που συνοδεύουν τις ετήσιες οικονομικές επιδόσεις της τράπεζας. Ωστόσο αυτή τη φορά προχώρησε ακόμα περισσότερο και στην ετήσια επιστολή του αναφέρθηκε στα μεγαλύτερα ζητήματα που αντιμετωπίζει η εταιρεία, η χώρα αλλά και όλος ο κόσμος.
Το μανιφέστο του, όπως το χαρακτήρισε το Business Insider, προσεγγίζει τα πάντα, από την τεχνητή νοημοσύνη έως τη γεωπολιτική και περιλαμβάνει μια συναισθηματική έκκληση προς τις ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν τη δύναμή τους για να ενώσουν τη Δύση σε μια εποχή παγκόσμιας αναταραχής. Ο ισχυρός άντρας της Wall Street, που διέψευσε την προηγούμενη χρονιά όταν θα θέσει υποψηφιότητα για το αξίωμα του προέδρου των ΗΠΑ, ενδέχεται να προλειαίνει το έδαφος για μια πολιτική καριέρα όταν θα εγκαταλείψει τη θέση του στην JP Morgan. Δεν έχει κρύψει άλλωστε αυτή την επιθυμία του λέγοντας ότι είναι πρόθυμος να υπηρετήσει τη χώρα του, από κάποια άλλη κυβερνητική θέση.
Η παγκόσμια ειρήνη ζωτικής σημασίας για τις ΗΠΑ
Ένα σημαντικό θέμα της επιστολής του είναι η σημασία της παγκόσμιας ειρήνης για την προώθηση των φιλοδοξιών της Αμερικής και η πεποίθηση ότι οι ΗΠΑ πρέπει να χρησιμοποιούν τη δύναμη και την επιρροή τους για να διασφαλίσουν τη σταθερότητα. Επισημαίνει την αμερικανική ηγεσία ως κρίσιμη για την επίλυση του πολέμου στην Ουκρανία.
«Ο αγώνας της Ουκρανίας είναι και δικός μας αγώνας» γράφει.
Ενώ ένας σημαντικός αριθμός Ρεπουμπλικάνων στο Κογκρέσο είναι αντίθετος στην παροχή περαιτέρω βοήθειας στην Ουκρανία, ο Ντίμον εκτιμά ότι η Ουκρανία χρειάζεται τη βοήθεια των ΗΠΑ «άμεσα» και η παροχή της θα επιστρέψει στην αμερικανική οικονομία, καθώς πολλά από τα όπλα και τον εξοπλισμό που χρησιμοποιούνται στον πόλεμο κατασκευάζονται στις ΗΠΑ.
Στην επιστολή τονίζει ότι η Δύση πρέπει να προβάλλει «αδιαμφισβήτητη στρατιωτική ισχύ». Γράφει ότι «το φάντασμα των πυρηνικών όπλων – πιθανώς ακόμη η μεγαλύτερη απειλή για την ανθρωπότητα – πλανάται ως ο τελικός αποφασιστικός παράγοντας, ο οποίος θα πρέπει να προκαλέσει βαθύ φόβο στις καρδιές όλων μας».
Όμως, ο διευθύνων σύμβουλος υποστηρίζει ότι οι ΗΠΑ πρέπει να επιδείξουν και άλλους μοχλούς δύναμης – οικονομική πολιτική, διπλωματία και πληροφορίες – πέρα από τη στρατιωτική ισχύ, και οι ηγέτες πρέπει να εξηγήσουν γιατί είναι τόσο σημαντικό για τις ΗΠΑ να παραμείνουν σημαντικός παίκτης στην παγκόσμια σκηνή.
Ο Dimon προειδοποίησε ότι τα πρόσφατα γεωπολιτικά γεγονότα «μπορεί κάλλιστα να δημιουργήσουν κινδύνους που θα μπορούσαν να επισκιάσουν οτιδήποτε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», επισημαίνοντας την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την τρέχουσα βία στη Μέση Ανατολή.
«Οι επιπτώσεις αυτών των γεγονότων θα πρέπει επίσης να βάλουν τέλος στην ιδέα ότι η Αμερική μπορεί να σταθεί μόνη της» έγραψε «Φυσικά, οι Αμερικανοί ηγέτες πρέπει πάντα να βάζουν πρώτα την Αμερική, αλλά η παγκόσμια ειρήνη και τάξη είναι ζωτικής σημασίας για τα αμερικανικά συμφέροντα».
Στη ζυγαριά ξανά οι παγκόσμιες εμπορικές συμμαχίες
Ο Dimon λέει ότι καθώς οι ΗΠΑ επαναπροσδιορίζουν τις στρατιωτικές συμμαχίες και στρατηγικές τους, πρέπει να κάνουν το ίδιο για την οικονομική πολιτική. Ενώ η Δύση μπορεί να έχει παραβλέψει την Κίνα με δική της ευθύνη, ήρθε η ώρα «απλά να το διορθώσει», πράγμα που σημαίνει να εμπλακεί «με περίσκεψη» αλλά χωρίς φόβο με την Κίνα .
«Αν γίνει σωστά, μια τέτοια στρατηγική θα βοηθούσε στην ενίσχυση, τη συσπείρωση και ενδεχομένως θα ήταν η κόλλα που θα κρατούσε ενωμένες τις δυτικές δημοκρατικές συμμαχίες επί δεκαετίες» εξηγεί.
Πιστεύει επίσης ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να επανέλθουν στη συμφωνία Trans-Pacific Partnership, από την οποία ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αποσύρθηκε στις αρχές της θητείας του, προκειμένου να επικεντρωθεί αντ’ αυτού σε εμπορικές πολιτικές ένας προς έναν.
Εξηγεί ότι τα μέτρα πολιτικής είναι απαραίτητα για την ενίσχυση των βιομηχανιών που είναι σημαντικές για την εθνική ασφάλεια, όπως οι τομείς των ημιαγωγών και των σπάνιων γαιών-ορυκτών, αλλά ο ρόλος της κυβέρνησης θα πρέπει γενικά να είναι πιο περιορισμένος. Για παράδειγμα, λέει ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να θέτει συγκεκριμένους κανόνες για τη φορολογική πολιτική, αλλά να αναλαμβάνει μικρότερο ρόλο στη χάραξη ευρείας κοινωνικής πολιτικής.
Οποιαδήποτε βιομηχανική πολιτική θα πρέπει να έχει αυτό που αποκαλεί «δίδυμες διατάξεις»: περιορισμούς στην πολιτική παρέμβαση, όπως η επιβολή κοινωνικής πολιτικής, και μειωμένο ρόλο της κυβέρνησης στις απαιτήσεις αδειοδότησης.
Υποστηρίζει ότι η χώρα πρέπει να επανεξετάσει τους διεθνείς οικονομικούς κανόνες και τη δομή τους. Οραματίζεται ένα δυνητικά «επανασχεδιασμένο» Bretton Woods, τη συμφωνία που δημιούργησε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Το ξέφτισμα του αμερικανικού ονείρου
Ο ισχυρός άντρας της Wall Street εντοπίζει δύο βασικά ζητήματα που οδηγούν στην εγχώρια αναταραχή -την έντονη συζήτηση γύρω από τη μετανάστευση και την ασφάλεια των συνόρων και «το ξέφτισμα του αμερικανικού ονείρου».
Πιστεύει ότι το Κογκρέσο θα πρέπει να αναλάβει ισχυρότερη δράση για τον έλεγχο των συνόρων και να προωθήσει πολιτικές που θα προωθήσουν την οικονομική ανάπτυξη. Πιστεύει ότι η απώλεια της εμπιστοσύνης των πολιτών στην κυβέρνηση είναι «επιζήμια για την κοινωνία» και η κυβέρνηση πρέπει να αναλάβει αποφασιστική δράση για τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών για τους Αμερικανούς με χαμηλό εισόδημα και τους Αμερικανούς της υπαίθρου και για όσους αισθάνονται ότι «έχουν μείνει πίσω».
«Και για να είμαστε δίκαιοι, οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την επιρροή τους για να κάνουν λιγότερα για την προώθηση των δικών τους συμφερόντων και περισσότερα για την ενίσχυση του έθνους στο σύνολό του» είπε χαρακτηριστικά.
Ο Dimon επισημαίνει την αύξηση της μισθολογικής ανισότητας, λέγοντας ότι οι «λανθασμένες» πολιτικές αποφάσεις έχουν απογοητεύσει τους Αμερικανούς με χαμηλότερο εισόδημα και τονίζει ότι όλες οι θέσεις εργασίας πρέπει να αντιμετωπίζονται με σεβασμό.
Κλείνοντας την ψαλίδα των οικονομικών ανισοτήτων
Επισημαίνει δύο τρόπους για τη βελτίωση της οικονομικής ισότητας. Πρώτον, πιστεύει ότι τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των λυκείων και των κοινοτικών κολεγίων, θα πρέπει να «κρίνονται με βάση την ποιότητα και το επίπεδο εισοδήματος» των θέσεων εργασίας που αποκτούν οι απόφοιτοι (ή οι μη απόφοιτοι). Λέει επίσης ότι οι εργαζόμενοι χρειάζονται κατάρτιση σε επαγγελματικές δεξιότητες για να καλύψουν τους ρόλους που είναι διαθέσιμοι στη βιομηχανία τεχνολογίας.
«Ξοδεύουμε ήδη ένα τεράστιο ποσό χρημάτων για την εκπαίδευση – απλώς όχι με τον σωστό τρόπο» αναφέρει.
Εκτιμά ότι το Κογκρέσο θα πρέπει να επεκτείνει την πίστωση φόρου εισοδήματος, η οποία παρέχει φοροαπαλλαγή σε οικογένειες με μέτρια και χαμηλά εισοδήματα.
Σύμφωνα με το όραμα του , η πίστωση αυτή θα ήταν διαθέσιμη σε όλους τους εργαζόμενους με χαμηλότερο εισόδημα -χωρίς αναλογία για όσους δεν έχουν παιδιά και θα μετατρεπόταν σε «αρνητικό φόρο μισθοδοσίας εισοδήματος, που θα καταβαλλόταν μηνιαίως», ο οποίος θα μπορούσε να έχει τη μορφή μηνιαίων επιταγών ή ενίσχυσης του μισθού.Το κόστος της αντιστάθμισης των φορολογικών απωλειών θα καλύψει η φορολόγηση των πλουσίων.
Οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν «πολύπλοκα και δύσκολα καθήκοντα μπροστά τους», όπως γράφει και πιστεύει ότι η χώρα θα μπορέσει να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις αυτές. «Παραμένω με μια βαθιά και σταθερή πίστη στη δύναμη των διαχρονικών αξιών της Αμερικής».
Πηγή ΟΤ