«Πόσο εύκολα η ελληνική κοινωνία μπορεί να ενσωματώσει έναν εργαζόμενο, ο οποίος έχει διαφορετικό χρώμα ή μιλά διαφορετική γλώσσα;». Αυτό ήταν το επίκεντρο της συζήτησης στο πάνελ «Πόσες γλώσσες μιλά η αγορά εργασίας στην Ελλάδα;», υπό τον συντονισμό του Γιάννη Πανταζόπουλου, αρχισυντάκτη στη LiFO, στο συνέδριο της πρωτοβουλίας «The Upfront Initiative», που υποστηρίζει και προωθεί την ισότητα, τη συμπερίληψη, την ποικιλομορφία και την ορατότητα στον εργασιακό χώρο και διοργανώνεται για τρίτη συνεχή χρονιά στο Ωδείο Αθηνών, υπό την αιγίδα της Προέδρου της Δημοκρατίας, Κατερίνας Σακελλαροπούλου.
Η υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Δόμνα Μιχαηλίδου, ανέδειξε το ζήτημα της παραβατικότητας και του εργασιακού human trafficking. «Ξέρουμε πού η παραβατικότητα είναι υψηλή […] Εκεί, όπου απασχολούνται πολίτες τρίτων χωρών ή ανήλικοι, αλλά και στην εποχική εργασία» σχολίασε, μεταξύ άλλων. «Για τον λόγο αυτό», προσέθεσε, «γίνονται συνεχώς έλεγχοι από την Ανεξάρτητη Αρχή Επιθεώρησης Εργασίας, οι οποίοι είναι και ποσοτικά περισσότεροι, αλλά και πιο στοχευμένοι».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Αναφορικά με τα τρέχοντα προβλήματα, «η μεγάλη αγωνία είναι να βρούμε ανθρώπινο δυναμικό για τους εργοδότες», εξήγησε η κυρία Μιχαηλίδου και σημείωσε ότι, ενώ η ανεργία είναι μονοψήφια, οι εργοδότες ψάχνουν να βρουν εργαζόμενους. Τι πρέπει να κάνουμε; Η αρμόδιος υπουργός έδωσε τρεις συγκεκριμένες απαντήσεις. Πρώτον, να δοθούν κίνητρα σε κοινωνικές ομάδες, οι οποίες έχουν χαμηλή εκπροσώπηση στην αγορά εργασίας. Δεύτερον, να καταρτίσουμε τους πολίτες, ώστε να καλύπτουν τις όποιες ανάγκες της αγοράς και, τρίτον, ανέφερε τις μετακλήσεις, οι οποίες αφορούν τις ανάγκες των εργοδοτών ανά περιφέρεια και την εισροή εργαζομένων από το εξωτερικό.
Όπως υπογράμμισε η κυρία Μιχαηλίδου, «εφέτος, θα γίνουν 32.000 μετακλήσεις. Επειδή, όμως, οι μετακλήσεις είναι μία δύσκολη και χρονοβόρα διαδικασία, υπάρχει και η επιλογή των διμερών συμφωνιών, όπως π.χ. με την Αίγυπτο». Στο πλαίσιο αυτό, υπενθύμισε και την τροπολογία, η οποία προβλέπει τη νομιμοποίηση όσων προσφέρουν στην αγορά εργασίας, μετά από τρία χρόνια παράνομης παρουσίας στη χώρα, αντί επτά, όπως ίσχυε προηγουμένως.
Στη συνέχεια, τον λόγο έλαβε η Larysa Slobodian, ιδιοκτήτρια του Café Bar-Bistro 67. Η ίδια ήρθε στην Ελλάδα από την Ουκρανία, μετά την έκρηξη στο Τσέρνομπιλ. Όπως είπε, «στην αρχή, ήταν παράνομη, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να προσαρμοστεί στην κοινωνία και στην αγορά εργασίας». Όπως θυμάται, δούλευε ταυτόχρονα σε 3-4 δουλειές στη λάντζα και κοιμόταν ελάχιστες ώρες. Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, «στα δύσκολα αυτά χρόνια, δέχθηκε σεξιστικές και ρατσιστικές συμπεριφορές. Πλέον, όμως, έχει αποκτήσει σεβασμό και από τους ανθρώπους οι οποίοι στην αρχή της φέρθηκαν σκληρά».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Από την πλευρά του, ο Nikos-Deji Odubitan, Founder & Managing Director της Generation 2.0 for Rights, Equality & Diversity, τόνισε τη σημασία αναγνώρισης των αναγκών της αγοράς εργασίας, «ώστε να φτιάξουμε μία συμπεριληπτική κοινωνία, η οποία θα δίνει ίσες ευκαιρίες σε όσους βρίσκονται στη χώρα». Το τελευταίο διάστημα, έχει γίνει αρκετή πρόοδος, όπως παραδέχθηκε, καθώς υπάρχει αναγνώριση των προβλημάτων των μεταναστών. Όμως, κατά την άποψή του, τα περιθώρια βελτίωσης είναι μεγάλα, ιδίως στο κομμάτι της ενσωμάτωσης. Μάλιστα, άσκησε κριτική στον θεσμικό ρατσισμό, ο οποίος δυσκολεύει σημαντικά την ενσωμάτωση.
Τέλος, η Αλεξάνδρα Καραγιάννη, δικηγόρος-υπερασπίστρια ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ActRom NGO, εστίασε στις κοινότητες των Ρομά, όπου παρατηρείται υψηλό ποσοστό μαθητικής διαρροής. «Ένα παιδί που ζει αποκομμένο από τον αστικό ιστό, πόσο εύκολο είναι να παρακολουθήσει το σχολείο και πόσο είναι αναγκαίο από τη στιγμή που η οικογένεια αντιμετωπίζει βιοποριστικά προβλήματα;» διερωτήθηκε. «Πρέπει να δημιουργήσουμε ίσες ευκαιρίες για τα παιδιά Ρομά και να διευκολύνουμε την πρόσβαση στο σχολείο. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτά τα προβλήματα, γιατί χάνουμε γενιές» κατέληξε.
Το συνέδριο «The Upfront Initiative» διοργανώνεται από τη LiFO και την Tsomokos Communications, υπό την αιγίδα της Προέδρου της Δημοκρατίας, Κατερίνας Σακελλαροπούλου και με τη στήριξη του Δήμου Αθηναίων και του Γραφείου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Ελλάδα.