Ισχυρές αναπτυξιακές προοπτικές στους κλάδους του λιανικού εμπορίου και του τουρισμού φέρνει το ηλεκτρονικό εμπόριο στην Ελλάδα. Δυνητικά, το e-commerce θα μπορούσε να προσθέσει στον κλάδο του τουρισμού ακαθάριστη προστιθέμενη αξία άνω των €3 δισ., ενώ το αντίστοιχο όφελος για τον τομέα του λιανικού εμπορίου εκτιμάται σε €1,6 δισ.
Συνολικά, όπως αναφέρει και ο ΣΕΠΕ, το ηλεκτρονικό εμπόριο μπορεί να οδηγήσει στην αύξηση της μικτής προστιθέμενης αξίας (GVA) των κλάδων του λιανικού εμπορίου και του τουρισμού κατά 20% και έτσι να συμβάλει στην αύξηση του ΑΕΠ της Ελλάδας κατά 2,5% ή κατά €4,6 δισ. έως το 2030.
Οι παραπάνω εκτιμήσεις περιλαμβάνονται στην έρευνα «Digital Commerce: A Growth Opportunity for Greece», που εκπόνησε η συμβουλευτική εταιρεία McKinsey & Company στην Ελλάδα. Η έρευνα αναδεικνύει τον καταλυτικό ρόλο, που διαδραματίζει το ηλεκτρονικό εμπόριο στην προώθηση της οικονομικής προόδου και στην ενίσχυση της ανάπτυξης. Η έκθεση εστιάζει στους κλάδους του λιανικού εμπορίου και του τουρισμού, οι οποίοι αποτελούν βασικούς πυλώνες της ελληνικής οικονομίας.
Όπως σημειώνεται στην έρευνα, η συνεχώς αυξανόμενη ψηφιοποίηση του εμπορίου στην Ελλάδα, προσφέρει σημαντικές ευκαιρίες για τις επιχειρήσεις, καθώς μπορεί να τις βοηθήσει να βελτιώσουν την αποδοτικότητα και την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχουν, διευκολύνοντας ταυτόχρονα την πρόσβασή τους σε νέες αγορές.
Χαμηλή διείσδυση ψηφιακών καναλιών
Ωστόσο, παρά τις σημαντικές επενδύσεις σε ψηφιακές λύσεις και υποδομές, που προάγουν την ψηφιακή ωριμότητα της χώρας, η διείσδυση των ψηφιακών καναλιών και εργαλείων στον τομέα του εμπορίου παραμένει σημαντικά χαμηλότερη από τον μέσο όρο της Ε.Ε., με αποτέλεσμα να χάνονται σημαντικές ευκαιρίες ανάπτυξης.
Συγκεκριμένα, αν και οι επιδόσεις της χώρας μας βελτιώθηκαν κατά 17 μονάδες (2017:22 – 2022:39), σύμφωνα με τον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI), η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται στην 25η θέση ανάμεσα στις 27 χώρες της Ε.Ε. Αντίστοιχη είναι η εικόνα και σύμφωνα με τον Δείκτη Ψηφιακής Μακροοικονομίας (DMI) της McKinsey, με βάση τον οποίο η Ελλάδα βρίσκεται στην 22η θέση από τις 27 χώρες της Ε.Ε.
Οι δύο αυτοί νευραλγικοί κλάδοι της οικονομίας χαρακτηρίζονταν (με έτος αναφοράς το 2022) από χαμηλά ποσοστά παραγωγικότητας, ενώ κατέγραφαν ποσοστά χρήσης ηλεκτρονικού εμπορίου μόλις 23% και 25% αντίστοιχα, τη στιγμή που ο μέσος όρος της Ε.Ε. ήταν 30% και 37% και ο μέσος όρος της Πορτογαλίας, Ιταλίας και Ισπανίας ήταν 26% και 41%, αντίστοιχα.
Σύμφωνα με την έρευνα, η οικονομική ανάπτυξη, που βασίζεται στο ηλεκτρονικό εμπόριο, μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στη μείωση της μεγάλης διαφοράς παραγωγικότητας ανάμεσα στις ελληνικές και τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις.
Έλλειμμα παραγωγικότητας
Συγκεκριμένα, οι μικρές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις φέρονται να είναι κατά 3,8 φορές πιο παραγωγικές από τις αντίστοιχες ελληνικές και οι μεγαλύτερες κατά 1,4 φορές. Αντίστοιχα, εντός Ελλάδος, τα επίπεδα παραγωγικότητας των μεγαλύτερων επιχειρήσεων είναι κατά 5,8 φορές υψηλότερα σε σχέση με τις μικρότερες επιχειρήσεις, ενώ η αντίστοιχη διαφορά στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες είναι 2 φορές.
“Η ενίσχυση της ψηφιακής ωριμότητας των επιχειρήσεων μπορεί να επιταχύνει σημαντικά την ανάπτυξη της χώρας μέσα στα επόμενα 3-5 χρόνια και να αυξήσει κατά εκτίμηση 20% ή και περισσότερο την προστιθέμενη αξία των επιχειρήσεων, που δραστηριοποιούνται στο λιανικό εμπόριο και στον τουρισμό”, αναφέρει η μελέτη.
Αντίστοιχα, οι επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου και τουρισμού, που στρέφονται για πρώτη φορά στο ηλεκτρονικό εμπόριο, θα μπορούσαν να αυξήσουν σημαντικά την κερδοφορία τους. Επενδύοντας στην ψηφιακή τους ωριμότητα, οι μικρές επιχειρήσεις, που δραστηριοποιούνται στους κλάδους του λιανικού εμπορίου ή του τουρισμού, θα μπορούσαν να αυξήσουν το περιθώριο EBIT τους έως και 15 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ η αύξηση αυτή θα μπορούσε να φτάσει έως και τις 12 ποσοστιαίες μονάδες για τις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις.
Πηγή: ΟΤ