Ανοιχτή αιμορραγούσα πληγή παραμένει το φαινόμενο των ελληνοποιήσεων, για το οποίο, δεκαετίες τώρα, αλλεπάλληλες κυβερνήσεις και πολυάριθμοι υπουργοί, υπόσχονται πάταξη… χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Το κίνητρο για τις «ελληνοποιήσεις» είναι απλό και… διαχρονικό. Σε προϊόντα όπως τα φρούτα, τα λαχανικά, το κρέας, το γάλα, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης είναι πιθανό τα εισαγόμενα προϊόντα να είναι αρκετά πιο φτηνά. Όμως, οι καταναλωτές σε σχέση με τα νωπά διατροφικά προϊόντα, ιδίως αυτά που έχ0υν χαρακτηριστική «εντοπιότητα» που συνδέεται με την ποιότητα και την «αυθεντικότητα», προτιμούν τα «ντόπια» προιόντα, τα οποία τείνουν να θεωρούν και πιο φρέσκα. Αυτό δίνει ένα κίνητρο στους διάφορους επιτήδειους να παρουσιάσουν τα φτηνότερα εισαγομενα ως ελληνικά και να τα πουλήσουν σε τιμές που ταυτόχρονα θα τους προσφέρουν υπερκέρδος, με βάση τη χαμηλή αρχική τιμή τους, αλλά και θα τους επιτρέπουν να εκτοπίσουν από την αγορά προϊοντα που όντως είναι ελληνικά.
Φαίνεται ότι τα κυκλώματα και τα ισχυρά συμφέροντα, που ανεξέλεγκτα δραστηριοποιούνται και κάνουν πρωταθλητισμό στην εισαγωγή και βάφτιση αγροτικών προϊόντων είναι πέρα και πάνω από κυβερνήσεις και νόμους. Παραγωγοί και καταναλωτές είναι αυτοί που και στην συγκεκριμένη περίπτωση πληρώνουν το μάρμαρο. Και το πληρώνουν πανάκριβα.
Το γεγονός είναι ότι αποτελεί κοινό μυστικό πως και πολλές παραβάσεις γίνονται και οι ελληνοποιήσεις είναι αθρόες
Τις τελευταίες ημέρες και με αφορμή τις δυναμικές κινητοποιήσεις των αγροτών ειπώθηκαν ξανά οι γνωστές κυβερνητικές υποσχέσεις για καταπολέμηση των ελληνοποιήσεων. Τόσο οι παραγωγοί όσο και οι καταναλωτές ρωτάνε: «Γιατί αυτή τη φορά να τις πιστέψουμε».
Άλλωστε, μόλις πρόσφατα η ηγεσία του ΥπΑΑΤ εξεδίωξε τον αντιπρόεδρο του ΕΛΓΟ Δήμητρα, διαπιστώνοντας ότι είχε «θαμμένες» στα συρτάρια του υποθέσεις παραβάσεων. Ταυτόχρονα, το φως της δημοσιότητας βλέπουν κατά καιρούς διάφορες υποθέσεις επιβολής προστίμων, τα οποία πρόστιμα όμως ουδείς γνωρίζει αν ποτέ πληρώνονται και εάν σε μια τέτοια περίπτωση είναι ικανά να αποτρέψουν την επανάληψη των ίδιων καταστάσεων. Μάλλον δεν είναι…
Το γεγονός είναι ότι αποτελεί κοινό μυστικό πως και πολλές παραβάσεις γίνονται και οι ελληνοποιήσεις είναι αθρόες.
Οι δαιδαλώδεις συναρμοδιότητες από πλευράς κρατικών υπηρεσιών και η ανυπαρξία – όπως έχει αποδειχτεί – ενός συγκροτημένου και ολοκληρωμένου σχεδίου για την αντιμετώπιση της μάστιγας, αφήνει ανοιχτές τις κερκόπορτες της ελληνικής αγοράς στις ελληνοποιήσεις και δίνει χώρο στους επιτήδειους να δρουν σχεδόν ανενόχλητα.
Τα …βαφτίσια
Μέλι από την Κίνα, μήλα από τη Βουλγαρία, ακτινίδια από το Ιράν, πορτοκάλια από την Αίγυπτο, γάλα και αμνοερίφια από τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία είναι μερικά από τα αγροτικά προϊόντα – θύματα των ελληνοποιήσεων, τα οποία έρχονται φθηνά και πληρώνονται …χρυσάφι ως ελληνικά.
Τα βαφτίσια στο μέλι είναι λίγο πολύ γνωστό πώς γίνεται: Εισάγεται φθηνό, υποβαθμισμένο μέλι και στη συνέχεια προωθείται σαν ελληνικό, εξαπατώντας έτσι την πολιτεία και αισχροκερδώντας σε βάρος του καταναλωτή. Χαρακτηριστικό είναι ότι φέτος, που η ελληνική παραγωγή μελιού ήταν μειωμένη, δεν παρατηρήθηκε έλλειψη του προϊόντος στα ράφια. Συγχρόνως, παρά το γεγονός ότι το κόστος παραγωγής ενός κιλού μέλι για τον μελισσοκόμο ανέρχεται στα 4 με 4,5 ευρώ, υπάρχουν …ελληνικά μέλια στα ράφια που στοιχίζουν 5 και 6 ευρώ.
Στα αμνοερίφια, όπως επίσης, έχει καταγγελθεί κατ’ επανάληψη από τους κτηνοτρόφους της χώρας, τα «βαφτίσια» αποτελούν προσφιλή συνήθεια. Ιδιαίτερα την περίοδο των εορτών εισάγονται σφάγια, τα οποία έρχονται νόμιμα από τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και άλλες χώρες, ευρωπαϊκές και μη. Το ζήτημα όμως, είναι το πώς διατίθενται στη συνέχεια. «Είναι διαφορετικό να διακινούνται ως εισαγόμενα με τη σωστή σήμανση και άλλο να διακινούνται σαν ελληνικά», λένε κτηνοτρόφοι.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι ελληνοποιήσεις γάλακτος, συνήθως από τα Βαλκάνια, με τα ίδια καταστροφικά αποτελέσματα τόσο για τους κτηνοτρόφους όσο και για το καταναλωτικό κοινό.
Αποκαλυπτικά είναι και τα στοιχεία από τις εισαγωγές φθηνών φρούτων και λαχανικών, για προϊόντα όπως το ακτινίδιο και το μήλο, τις πατάτες, τα λεμόνια, τα κρεμμύδια κ.ά.
Όπως υποστηρίζουν άνθρωποι που γνωρίζουν καλά την αγροτική οικονομία, όταν βλέπουμε εκτίναξη των εισαγωγών σε κάποια προϊόντα χωρίς να βλέπουμε στα ράφια των καταστημάτων αντίστοιχη αύξηση προϊόντων που δηλώνονται ως εισαγόμενα, αυτό σημαίνει ότι στη διαδρομή αυτές οι εισαγωγές «ελληνοποιήθηκαν».
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των μήλων, όπου σύμφωνα με τις καταγγελίες και των εξαγωγέων οπωροκηπευτικών, από την μία καταγράφεται μειωμένη ροή εξαγωγών (από 1/9/23-16/2/24 η εξαγωγή ανέρχεται σε 22.614 τόνους έναντι 44.674 τόνων την αντίστοιχη περσινή περίοδο) και από την άλλη ιδιαίτερα αυξημένες εισαγωγές το ίδιο χρονικό διάστημα (ανήλθαν σε 14.937 τόνους έναντι 4.060 πέρσι εκ των οποίων οι 8.275 ήταν από Βόρεια Μακεδονία, 2.044 από Σερβία και 2.360 από Πολωνία με κατεύθυνση την Πέλλα, τη Λάρισα και την Κοζάνη) δημιουργώντας ερωτήματα για το αν αυτά τα μήλα διατίθενται στην εγχώρια αγορά με σήμανση καταγωγής τους. Ανάλογες ερωτήματα καταγράφονται και για μια σειρά φρούτα και λαχανικά.
Αλυσιδωτές οι αρνητικές επιπτώσεις
Θύματα αυτών των πρακτικών δεν είναι μόνο οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι, για τους οποίους από την μία σχεδόν εκμηδενίζονται τα περιθώρια κέρδους και από την άλλη εντείνουν το αυξημένο κόστος παραγωγής. Ταυτόχρονα, με τέτοιου είδους φαινόμενα οι παραγωγοί αποθαρρύνονται και σε μερικές περιπτώσεις φθάνουν μέχρι και την εγκατάλειψη του επαγγέλματος.
Οι αρνητικές επιπτώσεις αυτής της αισχροκέρδειας είναι αλυσιδωτές, θίγοντας όλη τη διατροφική αλυσίδα: Αθέμιτος ανταγωνισμός, δυσφήμιση των προϊόντων, οικονομική ζημιά για τον παραγωγό, απώλεια της εμπιστοσύνης του καταναλωτή στα ελληνικά αγροτικά προϊόντα.
Και μιας και η συζήτηση έχει ανοίξει ξανά, έρχεται στο προσκήνιο το διαχρονικό αίτημα των εκπροσώπων του πρωτογενούς τομέα για θεσμοθέτηση ενός ισχυρού αποτρεπτικού πλαισίου κυρώσεων για τις ελληνοποιήσεις και τη νοθεία ποιοτικών προϊόντων μας και ειδικά των ΠΟΠ.
Άλλωστε χωρίς σύγκρουση με συγκεκριμένα συμφέροντα το μαχαίρι δεν θα βρει …κόκκαλο.