Η διαχείριση των υδάτων στην πολύπαθη Θεσσαλία, μία κατεξοχήν αγροτική περιφέρεια, που τα τελευταία χρόνια δοκιμάζεται από τις αλυσιδωτές επιπτώσεις που επιφέρει η κλιματική αλλαγή, αναδεικνύεται σε μείζον ζήτημα. Την ίδια ώρα, καλά κρατεί η πολιτική αντιπαράθεση για τον Φορέα Διαχείρισης Υδάτων.
Τις παθογένειες δεκαετιών καλείται να αντιμετωπίσει με ειδικές ρυθμίσεις το νομοσχέδιο του ΥΠΕΝ με τίτλο «Ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των πολυεπίπεδων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στους τομείς: α) της διαχείρισης υδάτων, β) της διαχείρισης και προστασίας των δασών, γ) της αστικής ανθεκτικότητας και πολιτικής, δ) της καταπολέμησης της αυθαίρετης δόμησης, ε) της ενεργειακής ασφάλειας».
Μέσω της προωθούμενης μεταρρύθμισης επιδιώκεται ο εκσυγχρονισμός διαχείρισης των υδάτων, με μία φιλόδοξη παρέμβαση, η οποία αφορά στη σύσταση νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας Ανώνυμη Εταιρεία» (Ο.Δ.Υ.Θ. Α.Ε.).
Σύμφωνα με τον κ. Πέτρο Βαρελίδη, Γενικό Γραμματέα Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων του υπουργείου Περιβάλλοντος & Ενέργειας, η μεγάλη πλειοψηφία αντιλαμβάνεται την ανάγκη να υπάρχει ολοκληρωμένη διαχείριση των υδάτων της Θεσσαλίας, σε ό,τι αφορά την άρδευση, τον πλημμυρικό κίνδυνο ή την ποιοτική κατάσταση των επιφανειακών ή υπόγειων υδάτων, εκτός από το πόσιμο νερό που παραμένει στις ΔΕΥΑ και τους δήμους, ενώ απαντώντας σε όσους κάνουν λόγο για σχεδιαζόμενη ιδιωτικοποίηση του νερού, τόνισε: ” Ποιος παλαβός θα πήγαινε να πουλήσει το νερό στη Θεσσαλία και να περιμένει να βγάλει τα λεφτά του; από το κράτος; τους αγρότες; τι επιχειρηματικό μοντέλο θα εξυπηρετούσε αυτό; Αγγίζουμε τα όρια της πολιτικής φαντασίας χωρίς νόημα”.
Όπως εξήγησε ο κ. Βαρελίδης, ο Φορέας Διαχείρισης των Υδάτων, είναι μία ανώνυμη εταιρεία δημοσίου δικαίου με διευθύνοντα σύμβουλο, πρόεδρο, αντιπρόεδρο και διοικητικό συμβούλιο. “Δεν σημαίνει ότι όποιος έχει πιο μακρύ χέρι αρπάζει το δημόσιο αγαθό, όλα τα δημόσια αγαθά ρυθμίζονται από το κράτος, φυσικά και είναι δημόσιο αγαθό αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι όποιος προλαβαίνει παίρνει το νερό, πρέπει να υπάρχει η πρόνοια του κράτους έτσι ώστε νερό να υπάρχει όχι μόνο σε αυτούς που είναι κοντά στη λίμνη Πλαστήρα αλλά και για όσους είναι στην πλευρά της Μαγνησίας, όπου για να φτάσει το νερό πρέπει να διανύσει κάποια απόσταση, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για τις καλλιέργειες βαμβακιού.
Ο κ. Μιλτιάδης Ζαμπάρας, βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας ΣΥΡΙΖΑ, αντέτεινε ότι ο καλύτερος μάρτυρας είναι οι ίδιοι οι πολίτες που δεν είναι υπέρ, και ότι δεν πρέπει να εξάγονται αβίαστα συμπεράσματα.
“Πάμε σε ιδιωτικοποίηση του νερού, δεν διασφαλίζεται έτσι η δημόσια διαχείριση ενός δημόσιου αγαθού…ο Φορέας είναι ο προπομπός ενός συνολικότερου σχεδιασμού για την ιδιωτικοποίηση του νερού, ξεκινώντας από τη Θεσσαλία, όπου δεν έχει γίνει τίποτα για την αντιπλημμυρική θωράκιση… ιδρύουν μία Α.Ε. που θα διαχειρίζεται το νερό των Θεσσαλών που θα πούνε το νερό νεράκι. Άλλωστε, όπως υποστήριξε, πρόκειται για ένα σχέδιο που βασίστηκε σε μία ιδιωτική εταιρεία Ολλανδών, η οποία δεν είναι καν επιστημονικός φορέας, ενώ ζήτημα χρόνου είναι να βρεθεί και η εταιρεία που θα πουλάει πανάκριβο το νερό στους αγρότες.
Η κα Ευαγγελία Λιακούλη, βουλεύτρια Λάρισας ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, μιλώντας με την ιδιότητα της Θεσσαλής, αναρωτήθηκε “αν όπλο της πολιτικής είναι το θράσος”, να μιλάει κανείς στη Θεσσαλία την πνιγμένη, ύστερα από 8 μήνες, μέσα στους οποίους δεν έχει γίνει τίποτα. ” 17 άνθρωποι χάθηκαν, καταστράφηκαν σοδειές και το 7% της παραγωγής στην επικράτεια και την ώρα που περιμένουμε ένα σχέδιο ολοκληρωμένο βλέπουμε μία εταιρεία ιδιωτικού χαρακτήρα, η οποία έχει τη δυνατότητα να αυξήσει το μετοχικό της κεφάλαιο και να πετάξει και το δημόσιο από την εποπτεία της”, κατέληξε χαρακτηριστικά η κα Λιακούλη.
Η κα Διαμάντω Μανωλάκου, βουλεύτρια Β’ Πειραιώς ΚΚΕ, έκανε λόγο για ” εμπορευματοποίηση του νερού που έχει ήδη ξεκινήσει με την κοινοτική οδηγία από το 2000, απλώς, αυτή τη στιγμή, με το νομοσχέδιο που πέρασε, η εμπορευματοποίηση αυτή γίνεται με άλματα, δημιουργώντας μία ανώνυμη εταιρεία που παίρνει όλες τις αρμοδιότητες της τοπικής και περιφερειακής διοίκησης αλλά και του κράτους και θα διαχειρίζεται τα πάντα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, χωρίς να εξασφαλίζει ποιοτικό νερό, βασιζόμενη στο κριτήριο κόστους-οφέλους.