της Λυδίας Βενέρη
Είναι 1η Απριλίου. Στην τηλεφωνική γραμμή της ελληνικής αστυνομίας ακούγεται ένα σβησμένο «Χάνομαι». Μια ακόμη γυναίκα έχει χάσει μόλις τη ζωή της από τον πρώην ερωτικό της σύντροφο στα σκαλιά του αστυνομικού τμήματος των Αγίων Αναργύρων.
Είναι μόλις 1η Απριλίου και η Ελληνική κοινωνία μετράει ήδη 5 γυναικοκτονίες από την αρχή του έτους. Είναι 2024 και ακόμη προσπαθούμε να κατανοήσουμε, να αποκωδικοποιήσουμε και να κατοχυρώσουμε τον όρο γυναικοκτονία, όρο που είναι ηθική μας υποχρέωση να υιοθετήσουμε τόσο νομικά, όσο και κοινωνικά.
Τι σημαίνει όμως γυναικοκτονία και γιατί η κατοχύρωση του όρου έχει σημασία:
Ο όρος γυναικοκτονία έχει καθιερωθεί επιστημονικά και οριστεί από το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων «τη δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα άσκησης βίας από ερωτικό σύντροφο, τον βασανισμό και τη δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα μισογυνισμού, τη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών ως «εγκλήματα για λόγους τιμής» και λοιπές μορφές δολοφονίας».
Ο ορός “femicide” χρησιμοποιήθηκε ήδη από το 1801 από τον John Corry («A Satirical View of London at the Commencement of the Nineteenth Century»), για να περιγράψει τη δολοφονία μιας γυναίκας. Το 1976 η ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών και ακαδημαϊκός Diana Rusell αναφέρεται στην έννοια της γυναικοκτονίας ως εγκληματολογικό φαινόμενο που έχει σαν αποτέλεσμα τη δολοφονία μιας γυναίκας από έναν άντρα με κίνητρα το φύλο, το αίσθημα μίσους ή κτητικότητας απέναντι στη γυναίκα. Στην εναρκτήρια ομιλία της στο συνέδριο των Ηνωμένων Εθνών για τις γυναικοκτονίες το 2012, η Rusell παρουσιάζει τον ορισμός ως: η δολοφονία γυναικών από άνδρες απλώς και μόνο επειδή είναι γυναίκες.
Είναι σαφές ότι η έννοια έχει σαν βάση της έμφυλα κίνητρα, δηλαδή στοχευμένη βία κατά των γυναικών που καθιστά απαραίτητη την διάκρισή της από την κοινή σε όλους ανθρωποκτονία του άρθρου 299 ΠΚ (Όποιος από πρόθεση σκότωσε άλλον).
Στην ανθρωποκτονία του 299 ΠΚ δεν υπάρχει κανένας διαχωρισμός ή κατηγοριοποίηση των στοιχείων που απαρτίζουν την «πρόθεση», έτσι ώστε καθίσταται απαραίτητο να αποφευχθεί η γενικότητα του 299 ΠΚ και να συμπεριληφθεί η ειδοποιός διαφορά των δύο εγκλημάτων, δηλαδή, η αίσθηση του δράστη ότι η δολοφονία της γυναίκας είναι τμήμα της ροής των πραγμάτων: της κακής σχέσης των δύο, του καυγά, της σεξουαλικής πράξης που δεν κατέληξε όπως εκείνος ήθελε, του χωρισμού, της πεποίθησης ότι το σώμα τη γυναίκας του ανήκει, ότι η ίδια τον προκάλεσε με τη συμπεριφορά της (στοιχεία που αφορούν και τον βιασμό) και άλλες τόσες στερεοτυπικές, στην ουσία τους κακοποιητικές δικαιολογίες, που ακούμε καθημερινά.
Και για να μιλήσουμε με στοιχεία, στο περίπου 40% των ανθρωποκτονιών, που αφορούν γυναικείο θύμα, θύτης είναι ο άντρας σύντροφος. Το ποσοστό που αφορά τους άντρες θύματα των γυναικών συντρόφων τους είναι μόλις 6% στο σύνολο των ανθρωποκτονιών. Σύμφωνα με στοιχεία της ελληνικής αστυνομίας και της ΕΛΣΤΑΤ περίπου το 20% των ανθρωποκτονιών στην Ελλάδα την τελευταία πάνω-κάτω δεκαετία είναι γυναικοκτονίες, ή αλλιώς σχεδόν η μία στις πέντε.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η έλλειψη αναγνώρισης ειδικού εγκλήματος δυσκολεύει την καταγραφή των υποθέσεων και σε μεταγενέστερο στάδιο την ανάλυση και παρακολούθηση του φαινομένου και συνακόλουθα την εύρεση αποτελεσματικών μέτρων πρόληψης και καταστολής.
Από την άλλη πλευρά, η αδυναμία των υπαρχόντων μηχανισμών να αντιμετωπίσουν επαρκώς το φαινόμενο, η έλλειψη εκπαίδευσης πάνω στον χειρισμό των υποθέσεων, η σε πολλές φορές αδιαφορία απέναντι στις καταγγελίες των θυμάτων, καθιστούν ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης.
Με έναρξη τις στενές κοινωνικές δομές και καταλαμβάνοντας σταδιακά το σύνολο της κοινωνικής ζωής, υπογραμμίζεται η ανάγκη αυστηροποίησης των ποινών για αδικήματα έμφυλης βίας που στρέφονται κατά γυναικών και θηλυκοτήτων, μέσω της δημιουργίας ενός συστήματος διακεκριμένων εγκλημάτων, κορωνίδα των οποίων θα αποτελεί η θεσμοθετημένη έννοια της γυναικοκτονίας.
Αυτού του είδους η σαφής διακήρυξη της πολιτείας για την απαξία των συγκεκριμένων εγκλημάτων, η οποία θα αποτελεί αποτέλεσμα της εξέλιξης και των κοινωνικών ζυμώσεων, θα αποτελέσει ηχηρή έκφραση της ανάγκης αλλαγής και προόδου για μια κοινωνία ισότητας, ασφάλειας και δικαιοσύνης η οποία θα επιβάλλει τις αυστηρότερες δυνατές ποινές όταν αναγνωρίζεται σαν κίνητρο η έμφυλη βία.
* Η Λυδία Βενέρη είναι δικηγόρος, διεθνολόγος, υποψήφια διδάκτωρ Διεθνούς δικαίου