Ο πλούσιος κόσμος βρίσκεται στη δίνη μιας άνευ προηγουμένου μεταναστευτικής έκρηξης. Πέρυσι 3,3 εκατομμύρια περισσότεροι άνθρωποι μετανάστευσαν προς τις ΗΠΑ από ό,τι έφυγαν, σχεδόν τέσσερις φορές πάνω από τα τυπικά επίπεδα της δεκαετίας του 2010. Ο Καναδάς δέχθηκε 1,9 εκατομμύρια μετανάστες. Η Βρετανία υποδέχτηκε 1,2 εκατομμύρια ανθρώπους και η Αυστραλία 740.000. Σε κάθε χώρα ο αριθμός ήταν μεγαλύτερος από ποτέ. Για την Αυστραλία και τον Καναδά η καθαρή μετανάστευση είναι υπερδιπλάσια των επιπέδων πριν από την Covid. Στη Βρετανία ο αριθμός των μεταναστών είναι 3,5 φορές μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο του 2019, σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει σε σχετική ανάλυσή του ο Economist.
Οι μεγάλες μετακινήσεις ανθρώπων έχουν μεγάλες οικονομικές συνέπειες. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το εργατικό δυναμικό που γεννήθηκε στο εξωτερικό και μετανάστευσε προς τις ΗΠΑ είναι κατά 9% υψηλότερο από ό,τι στις αρχές του 2019. Στη ζώνη του ευρώ, τον Καναδά και τη Βρετανία είναι περίπου κατά ένα πέμπτο υψηλότερο. Η αύξηση της μετανάστευσης στις ΗΠΑ σημαίνει ότι η οικονομία της θα είναι 2% μεγαλύτερη την επόμενη δεκαετία από ό,τι είχε προβλεφθεί. Η εισροή εργαζομένων εξηγεί επίσης την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Αλλά ο αντίκτυπος της μετανάστευσης υπερβαίνει κατά πολύ μια αριθμητική επίδραση στο ΑΕΠ – επεκτείνεται στον πληθωρισμό, το βιοτικό επίπεδο και τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Και οι πρόσφατες αφίξεις διαφέρουν από τις προηγούμενες: οι περισσότεροι από αυτούς που μεταναστεύουν είναι χαμηλής ειδίκευσης.
Πολλοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής υποστήριξαν πρόσφατα ότι η μετανάστευση συμβάλλει στη συγκράτηση των αυξήσεων των τιμών ανακουφίζοντας τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού. Στη λίστα των ατόμων που έχουν αναφέρει ή υπαινιχθεί αυτή τη συσχέτιση περιλαμβάνονται η Gita Gopinath του ΔΝΤ, ο Jerome Powell της Fed και η Michele Bullock της Reserve Bank of Australia.
Ωστόσο, τα στοιχεία είναι αδύναμα και μπορεί, στην πραγματικότητα, να δείχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Σε όλη την G10 υπάρχει μικρή συσχέτιση μεταξύ της μετανάστευσης και της βραδύτερης αύξησης των μισθών. Επιπλέον, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι μετανάστες χρειάζονται πράγματα αμέσως μόλις φτάσουν, ενισχύοντας τη ζήτηση.
Πουθενά αυτό δεν είναι πιο ξεκάθαρο από ό,τι στην περίπτωση της ενοικίασης κατοικιών, η οποία δέχεται μεγάλες πιέσεις σε όλη την αγγλόφωνες χώρες.
Έρευνα της Goldman Sachs δείχνει ότι στην Αυστραλία για κάθε αύξηση της τάξης των 100.000 μεταναστών από το εξωτερικό οδηγεί σε αντίστοιχη αύξηση των ενοικίων κατά περίπου 1%. Ένα έγγραφο της Τράπεζας του Καναδά τον Δεκέμβριο σημείωσε ότι «η αρχική αύξηση της μετανάστευσης που γνώρισε ο Καναδάς είναι πιο πιθανό να τροφοδοτήσει τον πληθωρισμό στο εγγύς μέλλον».
Ο αντίκτυπος της μετανάστευσης στην οικονομική ανάπτυξη
Τι γίνεται με τον αντίκτυπο της μετανάστευσης στην οικονομική ανάπτυξη; Αν και οι νέες αφίξεις μεταναστών ενισχύουν σαφώς το συνολικό ΑΕΠ, φαίνεται να μειώνουν το κατά κεφαλήν ΑΕΠ – το μέτρο με το οποίο οι οικονομολόγοι συνήθως αξιολογούν το βιοτικό επίπεδο. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είτε μειώθηκε είτε απέτυχε να αυξηθεί για τέσσερα συνεχόμενα τρίμηνα στην Αυστραλία και επτά στη Βρετανία. Στον Καναδά, η παραγωγή ανά άτομο μειώθηκε κατά 2% το 2023. Η εικόνα είναι παρόμοια στη Γερμανία, την Ισλανδία και τη Νέα Ζηλανδία.
Αυτό αντικατοπτρίζει μια αλλαγή στο είδος της μετανάστευσης. Για παράδειγμα, ενώ πριν από την πανδημία της Covid-19 οι μετανάστες στην Αμερική ήταν εξίσου πιθανό να έχουν πτυχίο με τους συνομηλίκους τους που γεννήθηκαν στην περιοχή, οι σημερινοί νεοφερμένοι είναι πιο πιθανό να έχουν ταξιδέψει από φτωχά μέρη της Λατινικής Αμερικής και να μην έχουν το δικαίωμα να εργάζονται νόμιμα. Περίπου 2,4 εκατομμύρια άνθρωποι εισήλθαν στις ΗΠΑ πέρυσι περνώντας παράνομα τα νότια σύνορα της χώρας.
Άλλες πλούσιες χώρες δέχονται λιγότερους παράνομους μετανάστες αλλά και αυτές καταγράφουν απότομη αύξηση της μετανάστευσης ατόμων με χαμηλή ειδίκευση και χαμηλόμισθων. Το ποσοστό των μεταναστών που εισήλθαν στην Αυστραλία πέρυσι με βίζα ειδικευμένου εργάτη ήταν κατά ένα πέμπτο χαμηλότερο από το 2019. Πολλοί περισσότεροι ήταν οι ανειδίκευτοι εργαζόμενοι και οι φοιτητές που έλαβαν άδειες. Στον Καναδά, 800.000 προσωρινά αλλοδαποί εργαζόμενοι και φοιτητές αντιπροσώπευαν το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του πληθυσμού του περασμένου έτους κατά 3,2% — ρυθμός ανάπτυξης ταχύτερος από αυτόν σχεδόν όλων των χωρών στην υποσαχάρια Αφρική.
Η περίπτωση της Βρετανίας
Η Βρετανία αποχώρησε από την ΕΕ εν μέρει με την υπόσχεση ενός μικρότερου και πιο εξειδικευμένου προγράμματος μετανάστευσης, αλλά ακόμη και εκεί λιγότερες από μία στις πέντε αφίξεις πέρυσι ήταν ειδικευμένοι εργαζόμενοι. Το μερίδιο των αδειών που συνδέονται με θέσεις εργασίας που απαιτούν προσόντα χαμηλότερα από την κατοχή μεταπτυχιακού έχει αυξηθεί από 11% το 2021 σε 62% πέρυσι. Οι φοιτητικές βίζες στη Βρετανία αυξήθηκαν κατά 70% από το 2019, με τις νέες να χορηγούνται κυρίως για μεταπτυχιακά σε πανεπιστήμια χαμηλότερου κόστους και λιγότερο δημοφιλή. Όπως πολλές άλλες χώρες στην Ευρώπη, η Βρετανία έχει επίσης δεχθεί πολλούς Ουκρανούς πρόσφυγες.
Οι βιομηχανικοί κλάδοι που κάνουν περισσότερο λόγο για την έλλειψη εργαζομένων και προσλαμβάνουν πολλούς μετανάστες, όπως η γεωργία και ο τουρισμός, τείνουν να μην απαιτούν προσόντα ή εμπειρία και προσφέρουν κακές αμοιβές και εργασιακές συνθήκες. Αντίθετα, οι τομείς με υψηλότερους μισθούς που απαιτούν προσόντα ή εμπειρία τείνουν να μην επωφελούνται πολύ από το κύμα μετανάστευσης. Όπως για παράδειγμα η κατασκευαστική βιομηχανία του Καναδά, η οποία απαιτεί ειδικευμένους εργαζόμενους. Μόλις το 5% των απασχολουμένων μη μόνιμων κατοίκων εργάζεται στον κλάδο, κάτω από το μερίδιο του 8% της συνολικής απασχόλησης.
Εξ ου και η ανησυχία ότι οι μετανάστες με χαμηλή ειδίκευση μειώνουν τα εισοδήματα. Ωστόσο, οι μετρήσεις του ΑΕΠ ανά άτομο δεν λένε όλη την ιστορία. Όταν ένας μετανάστης χαμηλής ειδίκευσης εργάζεται με εισόδημα κάτω του μέσου όρου, το ΑΕΠ ανά άτομο μειώνεται ακόμα κι αν η παρουσία του ενισχύει το εισόδημα κάθε ατόμου, επισημαίνει ο Τζιοβάνι Πέρι από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Ντέιβις. Έρευνα του Πέρι και των συνεργατών του δείχνει ότι οι ντόπιοι εργαζόμενοι έχουν βελτιώσει τη δική τους θέση λόγω της μετανάστευσης, επειδή απολαμβάνουν υψηλότερους μισθούς και πιο παραγωγικές θέσεις εργασίας, ενώ αφήνουν τις σκληρές και κακοπληρωμένες θέσεις εργασία στους μετανάστες. Στην πραγματικότητα, η μετανάστευση δημιουργεί ένα πιο διαφοροποιημένο εργατικό δυναμικό, επιτρέποντας περισσότερη εξειδίκευση. Οι άνθρωποι που είναι πιο πιθανό να δουν τους μισθούς τους να μειώνονται ως αποτέλεσμα της μετανάστευσης είναι αυτοί που μοιάζουν περισσότερο με τους μετανάστες, που είναι συνήθως οι προηγούμενες γενιές αλλοδαπών εργαζομένων.
Χαμηλότερη παραγωγικότητα
Ορισμένοι ανησυχούν επίσης ότι το φθηνό εργατικό δυναμικό αποθαρρύνει τις εταιρείες να κάνουν επενδύσεις για την τόνωση της παραγωγικότητας. Ίσως είναι αλήθεια ότι η υψηλή μετανάστευση επιτρέπει, ας πούμε, ένα πλυντήριο αυτοκινήτων να προσλαμβάνει περισσότερους εργάτες αντί να αγοράζει μια νέα μηχανή. Πράγματι, μια μελέτη από τον Ethan Lewis του Dartmouth College διαπίστωσε ότι η υψηλή μετανάστευση στην Αμερική τη δεκαετία 1980-1990 οδήγησε τα εργοστάσια να ενσωματώσουν στην παραγωγική διαδικασία τους λιγότερα σύγχρονα μηχανήματα. Και στην Αυστραλία και τον Καναδά η αναλογία κεφαλαίου προς εργαζόμενο μειώνεται τώρα. Αλλά εάν ούτε οι νεοαφιχθέντες μετανάστες ούτε οι ντόπιοι εργαζόμενοι είναι πιο φτωχοί, τότε ποιο είναι το πρόβλημα;
Υπάρχει, ωστόσο, ένα πλαίσιο στο οποίο οι μέσοι όροι έχουν σημασία: η παροχή δημόσιων υπηρεσιών. Εάν το ΑΕΠ ανά άτομο μειωθεί, η ποιότητά τους μπορεί να επιδεινωθεί. Για το λόγο αυτό, ο Μίλτον Φρίντμαν παρατήρησε κάποτε ότι «δεν μπορείς να έχεις ταυτόχρονα ελεύθερη μετανάστευση και κράτος πρόνοιας». Το κοινωνικό κράτος βρίσκεται υπό πίεση σε μεγάλο μέρος του πλούσιου κόσμου. Η πίεση εντείνεται και σε χώρες με δημόσια υγειονομική περίθαλψη, και οι λίστες αναμονής στα νοσοκομεία όλο και μεγαλώνουν. «Αυτά δεν είναι εξωτερικές επιδράσεις, είναι άμεσες επιπτώσεις των νέων συμμετεχόντων στην αγορά που επηρεάζουν την προσφορά και τη ζήτηση», λέει ο Μίκαλ Σκούτερουντ από το Πανεπιστήμιο του Βατερλό.
Το πώς θα εξελιχθεί αυτή η κατάσταση εξαρτάται από την κάθε χώρα και τους μετανάστες που έχει δεχθεί. Μια ανασκόπηση από τις Εθνικές Ακαδημίες Επιστημών, Μηχανικής και Ιατρικής της Αμερικής το 2016 διαπίστωσε ότι ο εκτιμώμενος δημοσιονομικός αντίκτυπος 75 ετών ενός μετανάστη με μόρφωση χαμηλότερη από γυμνάσιο, σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης και εξαιρουμένων των δημόσιων αγαθών, όπως η εθνική άμυνα, ήταν αρνητικός κατά 115.000 δολάρια το 2012. Αντίθετα, μια μελέτη της Oxford Economics το 2018 διαπίστωσε ότι στη Βρετανία περίπου το ένα τρίτο των μεταναστών είχαν εγκαταλείψει τη χώρα δέκα χρόνια μετά την άφιξή τους, αν και δεν διέκρινε το δυναμικό αυτό με βάση το επίπεδο δεξιοτήτων.
Πηγή: ΟΤ