Σε 12 δισ. ευρώ ανέρχονται τα κονδύλια που χορηγήθηκαν στους αγρότες και κτηνοτρόφους της ΕΕ το διάστημα 2014 – 2022, στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), προκειμένου να στραφούν στη βιολογική γεωργία ή να τη διατηρήσουν, ενώ το πλάνο μέχρι το 2027 προβλέπει τη διάθεση επιπλέον ποσού ύψους 15 δισ. ευρώ.
Παρόλα αυτά, ο βαθμός υιοθέτησης της βιολογικής γεωργίας διαφέρει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών, ο οποίος κυμαίνεται από ποσοστό χαμηλότερο του 5% της γεωργικής έκτασης στις Κάτω Χώρες, την Πολωνία, τη Βουλγαρία, την Ιρλανδία και τη Μάλτα και έως υψηλότερο του 25% στην Αυστρία. Αντίστοιχα, το μερίδιο των βιολογικών εκτάσεων στην Ελλάδα είναι στο 17,2%.
Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2022, περίπου 17 εκατομμύρια εκτάρια γης στην ΕΕ καλλιεργούνταν με βιολογικές μεθόδους, δηλαδή το 10,5 % της συνολικής χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης.
Ο στόχος της ΕΕ να καλλιεργείται έως το 2030 το 25% της γεωργικής έκτασης βιολογικά φαντάζει ανέφικτος, προειδοποιεί το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο
Τα παραπάνω αναφέρονται στην τελευταία έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ), η οποία εντοπίζει «κενά και ασυνέπειες» στην πολιτική και τη στρατηγική της ΕΕ για την βιολογική γεωργία, προειδοποιώντας ότι ο στόχος της ΕΕ να καλλιεργείται έως το 2030 το 25% της γεωργικής έκτασης βιολογικά φαντάζει ανέφικτος. Αποκαλύπτει δε, ότι τα κονδύλια της ΚΑΠ χρησιμοποιήθηκαν για την αύξηση των εκτάσεων βιολογικής γεωργίας, χωρίς να λαμβάνονται επαρκώς υπόψη οι περιβαλλοντικοί στόχοι και οι στόχοι της αγοράς.
Οι «αδυναμίες» στη βιολογική γεωργία
Σημαντικές αδυναμίες στην τρέχουσα στρατηγική της ΕΕ για την βιολογική γεωργία εντοπίζει η έκθεση του ΕΕΣ, εκφράζοντας την ανησυχία ότι μετά το 2030 δεν υπάρχει κανένα όραμα και κανένας στόχος. Μολονότι τα δισεκατομμύρια ευρώ που παρέχει ετησίως η ΕΕ έχουν αυξήσει τις εκτάσεις βιολογικής γεωργίας, η προσοχή στις απαιτήσεις και τις ανάγκες του τομέα είναι ελάχιστη. Ως εκ τούτου, η βιολογική παραγωγή εξακολουθεί να αποτελεί μια εξειδικευμένη αγορά, και το ΕΕΣ προειδοποιεί ότι είναι πιθανό η ΕΕ να μην επιτύχει τον στόχο που έθεσε στον συγκεκριμένο τομέα.
Ταυτόχρονα, το ΕΕΣ διαπίστωσε ότι οι περιβαλλοντικοί στόχοι και οι στόχοι της αγοράς δεν λαμβάνονται επαρκώς υπόψη στο πλαίσιο της στήριξης της ΚΑΠ. Για παράδειγμα, οι γεωργοί μπορούν να λαμβάνουν χρήματα από την ΕΕ ακόμη και αν δεν εφαρμόζουν τα πρότυπα σχετικά με την αμειψισπορά ή την καλή διαβίωση των ζώων, τα οποία συνιστούν βασικές αρχές της βιολογικής γεωργίας. Το κλιμάκιο ελέγχου διαπίστωσε επίσης ότι η έκδοση άδειας για τη χρήση μη βιολογικών σπόρων κατά τη φύτευση βιολογικών καλλιεργειών αποτελούσε κοινή νομική πρακτική. Τονίζει επίσης ότι, επί του παρόντος, δεν υπάρχει τρόπος μέτρησης του βαθμού υλοποίησης των υποτιθέμενων περιβαλλοντικών οφελών της βιολογικής γεωργίας.
Η στήριξη της ΚΑΠ είχε ως στόχο να αποζημιώνει τους γεωργούς για τα πρόσθετα έξοδα και την απώλεια εισοδήματος που επέφερε η μετάβαση από τη συμβατική στη βιολογική γεωργία. Οι παραγωγοί βιολογικών προϊόντων δεν ήταν υποχρεωμένοι να παράγουν κανένα βιολογικό προϊόν προκείμενου να λαμβάνουν χρήματα από την ΕΕ, γεγονός που συνέτεινε σε μια κατάσταση στην οποία η βιολογική παραγωγή εξακολουθεί να αποτελεί μια πολύ μικρή αγορά, αντιπροσωπεύοντας λιγότερο από το 4 % της συνολικής αγοράς τροφίμων της ΕΕ.
Στην πράξη, η μόνη (μη δεσμευτική) τιμή-στόχος που έχει θέσει η ΕΕ για τον τομέα αφορά την αύξηση των εκτάσεων με βιολογικές καλλιέργειες. Ωστόσο, η ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας και οι φιλοδοξίες για την επέκτασή της διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των χωρών της ΕΕ, σε βαθμό που η ΕΕ κινδυνεύει να μην επιτύχει την τιμή-στόχο του 25 % για το 2030. Το ΕΕΣ προειδοποιεί ότι για να καλυφθεί το χαμένο έδαφος, ο ρυθμός διάδοσης των πρακτικών βιολογικής γεωργίας στην Ευρώπη πρέπει να διπλασιαστεί.
Η υιοθέτηση βιολογικών γεωργικών πρακτικών διέφερε σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών
Τι δείχνουν τα στοιχεία για την βιολογική γεωργία
Το 2022, περίπου 17 εκατομμύρια εκτάρια γης στην ΕΕ καλλιεργούνταν βιολογικά, κάτι που αντιπροσωπεύει το 10,5 % της συνολικής χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης.
Ενώ στην ΕΕ το ποσοστό των εκτάσεων βιολογικής γεωργίας αυξάνεται σταθερά από το 2014, η υιοθέτηση βιολογικών γεωργικών πρακτικών διέφερε σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών και κυμαινόταν από 0,6 % στη Μάλτα έως 25,7 % στην Αυστρία.
Το 2020, σχεδόν το 60% των εκτάσεων βιολογικής γεωργίας της ΕΕ καλύπτονταν από μόνιμους βοσκότοπους και χορτονομές. Ωστόσο, η βιολογική κτηνοτροφία παραμένει μια εξειδικευμένη αγορά στην ΕΕ.
Το 2020, τα βοοειδή βιολογικής εκτροφής αντιπροσώπευαν μόλις το 6% όλων των βοοειδών στην ΕΕ, ενώ τα πουλερικά και οι χοίροι βιολογικής εκτροφής αντιπροσώπευαν το 3,6% και το 1%, αντίστοιχα, του συνολικού πληθυσμού.
Καθώς η στήριξη της ΚΑΠ για τη βιολογική γεωργία χορηγείται με βάση την έκταση, η ζήτηση στην αγορά παραμένει το βασικό κίνητρο των κτηνοτρόφων για να στραφούν στη βιολογική κτηνοτροφία.
Πωλήσεις στη βιολογικών προϊόντων 45 δισ. ευρώ
Σχεδόν το 4% της συνολικής αγοράς τροφίμων της ΕΕ αντιπροσώπευαν τα βιολογικά προϊόντα το 2022, με τα έσοδα από τις πωλήσεις να ανέρχονται σε 45 δισεκατομμύρια ευρώ. Μεταξύ του 2014 και του 2022, οι πωλήσεις βιολογικών προϊόντων στην ΕΕ υπερδιπλασιάστηκαν.
Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά την κατανάλωση βιολογικών προϊόντων, με τη σχετική κατά κεφαλή δαπάνη να κυμαίνεται, το 2022, από 2 ευρώ στη Ρουμανία έως 365 ευρώ στη Δανία.
Σε χαμηλά επίπεδα κινείται και η κατανάλωση βιολογικών στην Ελλάδα, όπου η κατά κεφαλή δαπάνη, σύμφωνα με τα στοιχεία, περιορίζεται στα 6 ευρώ.
Οι παραπάνω διαφορές, σύμφωνα με την έκθεση, αναδεικνύουν την ανομοιογενή ανάπτυξη της αγοράς των βιολογικών προϊόντων ανά την ΕΕ και τη σύνδεση με την αγοραστική δύναμη στα κράτη μέλη.
Πηγή: OT