Οικονομία

Κυβερνητική βαβέλ στην Γερμανία ενώ η οικονομία βρίσκεται στην τέλεια καταιγίδα


Οι αρνητικές προφητείες πολλαπλασιάζονταν τους τελευταίους μήνες και οι Κασσάνδρες επιβεβαιώθηκαν. Η γερμανική οικονομία – παρότι ξεπέρασε πέρυσι την ιαπωνική και κατατάσσεται πλέον τρίτη σε ΑΕΠ στον κόσμο μετά την αμερικανική και την κινεζική – έπεσε σε ύφεση.

Και το χειρότερο είναι ότι η έξοδος από την ύφεση την χρονιά που διανύουμε δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Η ίδια η κυβέρνηση αναθεώρησε εξάλλου από το 1,3% στο οριακό 0,2% τον στόχο της για ανάπτυξη το 2024.

Το χειρότερο για την κυβέρνηση του Βερολίνου που καλείται να διαχειριστεί μια πολύπλευρη και πολυεπίπεδη οικονομική κρίση είναι ότι δεν εμφανίζει εικόνα ενότητας. Κάτι που δεν πρέπει να εκπλήσσει βέβαια, επειδή τα τρία τα κόμματα που τη συγκροτούν (Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι και Ελεύθεροι Δημοκράτες) έχουν τελείως διαφορετικές ιδεολογικοπολιτικές καταβολές.

Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι από τη μια πλευρά και Ελεύθεροι Δημοκράτες από την άλλη έχουν διαφωνίες αρχών που στα δύσκολα μπλοκάρουν ή τέλος πάντων δυσχεραίνουν πολύ τη δυνατότητα της κυβέρνησης Σολτς να παίρνει αποφάσεις.

Η τρικομματική κυβέρνηση στηρίζεται δηλαδή σε δύο ιδεολογικοπολιτικούς πυλώνες. Κι αυτός ο δυισμός αποτυπώνεται και στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης – στο κρισιμότερο στην παρούσα συγκυρία – και επηρεάζει ανασταλτικά τη λήψη αποφάσεων. Οι δύο αντίθετες οικονομικές σχολές εκπροσωπούνται από τον υπερ-φιλελεύθερο υπουργό Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ και τον πράσινο υπουργό Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ.

«Τέλεια καταιγίδα»

Οι επικεφαλής του γερμανικού οικονομικού επιτελείου καλούνται να λύσουν ένα Γόρδιο Δεσμό που θα ξαναβάλει τη χώρα σε τροχιά ανάπτυξης. Το κουβάρι των δυσεπίλυτων προβλημάτων είναι πολύ μεγάλο και φάνηκε σε μια δημόσια συνάντηση που είχαν οι δύο άνδρες την Τετάρτη που πέρασε στη Λειψία.

«Η κατάσταση είναι δραματικά κακή», είπε ο Ρόμπερτ Χάμπεκ. Κατά τον «πράσινο» υπουργό μια τέλεια καταιγίδα προετοιμάζεται από τρία μαύρα σύννεφα που συγκρούονται: την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών που θα ξεπεράσουν τα 100 δισ. ευρώ, την αύξηση των τιμών ενέργειας και την κατάσταση στην Κίνα από τις πρώτες ύλες της οποίας εξαρτώνται οι Γερμανοί εξαγωγείς.

Σε ό,τι αφορά τη συνέχιση της βοήθειας προς την Ουκρανία και την αύξηση των κρατικών δαπανών πολιτικές ή ιδεολογικές διαφωνίες μεταξύ Χάμπεκ και Λίντνερ δεν υπάρχουν. Συμφωνούν επίσης αμφότεροι ότι θα πρέπει να κινηθεί η χώρα προς την απεξάρτηση τόσο από τη ρωσική ενέργεια όσο και από τις κινεζικές πρώτες ύλες. Η διαφωνία τους αφορά το δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσει η κυβέρνηση για να πετύχει τους στόχους αυτούς. Πού θα βρει τα λεφτά δηλαδή.

Δύο οικονομικές Σχολές

Ο Πράσινος Χάμπεκ θεωρεί ότι πρωταρχικό είναι να καταργηθεί άμεσα το περίφημο «φρένο του χρέους». Η εμνεύσεως Σόιμπλε συνταγματική υποχρέωση δηλαδή, των ισοσκελισμένων προϋπολιγισμών και της θέσης ορίων στη δυνατότητα που έχουν οι γερμανικές κυβερνήσεις να δανείζονται κεφάλαια και να επενδύουν. Με τις θέσεις αυτές συμφωνούν (δίχως να το διατυμπανίζουν για να μην εντείνουν την πόλωση) και οι Σοσιαλδημοκράτες συνάδελφοι του Χάμπεκ, του καγκελάριου Σολτς συμπεριλαμβανομένου.

Ο φιλελεύθερος Λίντνερ θεωρεί ως προτεραιότητα τη μείωση της γραφειοκρατίας, που «λειτουργεί ως τροχοπέδη για τις επενδύσεις των επιχειρήσεων». Θεωρεί επίσης ότι θα πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια ώστε να περιοριστούν, όπου αυτό είναι δυνατό, οι δαπάνες της κυβέρνησης.

Αποτυπώνεται δηλαδή ενδοκυβερνητικά η αρχετυπική αντιδικία της δημοσιονομικής πειθαρχίας με μια συντηρητική διαχείριση των υπαρχόντων πόρων από τη μια πλευρά και της αύξησης της δεξαμενής των διαθεσίμων πόρων από την άλλη μέσω μιας χαλαρότερης θεώρησης των δημοσιονομικών μεγεθών και του χρήματος εν γένει.

Την ώρα όμως που οι δύο υπουργοί συμφωνώντας στη διάγνωση διαφωνούν στη θεραπεία του προβλήματος, η κατάσταση του ασθενούς επιδεινώνεται δραματικά. Αυτή είναι και η διαπίστωση του Χάμπεκ εξάλλου, που θεωρεί ότι το επείγον της συγκυρίας απαιτεί λύσεις που αποδίδουν ταχύτερα καρπούς και δεν έχουν μεγάλες κοινωνικές επιπτώσεις.

Διότι η ανεργία μπορεί να έκλεισε στο κοινωνικά και πολιτικά υποφερτό ποσοστό 5,8% το 2023 (κάτω από το 5% θεωρείται ότι σε μια οικονομία επικρατούν συνθήκες πλήρους απασχόλησης), όμως η μείωση της παραγωγής (-0,7%), της ιδιωτικής κατανάλωσης (-0,8%) και των εξαγωγών (-0,2%) προοιωνίζονται περισσότερες απολύσεις και εν γένει επιδείνωση της απασχόλησης.

Το φάσμα της αποβιομηχάνισης

«Στους βασικούς τομείς των χημικών, των ακινήτων και των αυτοκινήτων, οι ανακοινώσεις για απολύσεις διαδέχονται η μία την άλλη», μεταδίδει από το Βερολίνο η ανταποκρίτρια της «Les Echos» Ναταλί Στάιβερ. Μόλις την Τετάρτη η μεγάλη εταιρεία κατασκευής εξαρτημάτων αυτοκινήτων Continental αύξησε κατά 1.750 τις 5.000 περικοπές θέσεων εργασίας που είχε ανακοινώσει τον Νοέμβριο.

«Στην ανταγωνιστική της Continental, τη ZF, η εργασιακή αναταραχή κλιμακώνεται καθώς η διοίκηση έχει ανακοινώσει το κλείσιμο δύο εργοστασίων της επιχείρησης στη Γερμανία και ταυτόχρονα τη μετεγκατάσταση μιας τρίτης μονάδας παραγωγής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η τρίτη μεγάλη εταιρεία του κλάδου κατασκευής εξαρτημάτων για αυτοκίνητα, η Bosch, ανακοίνωσε επίσης περικοπές 3.000 θέσεων εργασίας», προσθέτει η Στάιβερ.

Στον επίσης σημαντικό για τη γερμανική βιομηχανία και τις εξαγωγές κλάδο των χημικών γίνονται περικοπές στην παραγωγή και το προσωπικό. Εδώ και μήνες η BASF έχει μπει σε μια διαδικασία περιορισμού της παραγωγής της, ενώ πιο πρόσφατα η εταιρεία κατασκευής οικιακών συσκευών Miele, ανακοίνωσε ότι στο μέλλον θα κατασκευάζει τα πλυντήριά της στη γειτονική Πολωνία.

Η εκτίναξη του ενεργειακού κόστους που προκάλεσαν ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας έχει αναγκάσει πάμπολλους γερμανικούς εξαγωγικούς ομίλους να σκέφτονται να μεταφέρουν εκτός συνόρων την παραγωγή τους για να διασώσουν ό,τι μπορεί να διασωθεί από την ανταγωνιστικότητά τους. Έτσι η Γερμανία έφτασε να αντιμετωπίζει το φάσμα της αποβιομηχάνισης. «Πρόκειται για μια δομική, σχεδόν τεκτονική ανατροπή», σχολίασε ο Γιόχαν Σένφελντερ της Boston Consulting Group μιλώντας στο γερμανικό περιοδικό «WirtschaftsWoche».

Πηγή: ΟΤ



Source link

sporadesnews
the authorsporadesnews

Αφήστε μια απάντηση