Τα «Druckonomics» αναμένεται να παίξουν σημαντικό ρόλο στην θητεία Τραμπ. Παίρνοντας το όνομά τους από τον Στάνλεϊ Ντρακενμίλερ, ένας βετεράνο της Wall Street, η επιρροή του οποίου είναι επεκτείνεται πέρα από τον κόσμο του finance και στην πολιτική, με δύο από τους «μαθητευόμενούς του» του να έχουν εδραιωθεί στον στενό κύκλο του Ντόναλντ Τραμπ.
Πρόκειται για τον Υπουργό Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ και τον Κέβιν Γουόρς, ο οποίος είναι πολύ πιθανό να αποτελέσει τον επόμενο επικεφαλή της Fed το 2026.
Ο Ντρακενμίλερ, ιδρυτής της Duquesne Capital Management, ο οποίος στο παρελθόν είχε εργαστεί στο hedge fund του Τζορτζ Σόρος παραμένει σε τακτική επαφή με τους Μπέσεντ και Γουόρς, σύμφωνα με τα όσα αναφέρουν οι Financial Times.
Πήρε την πρώτη του μεγάλη δουλειά το 1988, όταν ο Τζορτζ Σόρος τον προσέλαβε στο hedge fund του, στο οποίο παρέμεινε μέχρι το 2000, οπότε και ανέλαβε μόνος του τη διοίκηση του Duquesne με πλήρη απασχόληση.
Προσέλαβε για πρώτη φορά τον Μπέσεντ στη Soros Fund Management πριν από τρεις και πλέον δεκαετίες. Μαζί με τον Σόρος οι δύο τους έφεραν μεγάλα κέρδη για την εταιρεία με το σορτάρισμα της βρετανικής λίρας σε μια κίνηση του 1992 που έμεινε στην ιστορία ως η συναλλαγή που «έσπασε την Τράπεζα της Αγγλίας».
Όσοι βρίσκονται κοντά στον Ντρακενμίλερ τον περιγράφουν ως άτομο με εκπληκτική ικανότητα να εντοπίζει πολλά υποσχόμενες συναλλαγές και να τροποποιεί γρήγορα τη θέση του όταν το απαιτούν οι περιστάσεις.
«Στα μακροοικονομικά, υπάρχει ο Σταν και μετά όλοι οι άλλοι», δήλωσε ο Μπέσεντ στους Financial Times, προσθέτοντας ότι ο Ντρακενμίλερ ξεχώριζε από το πλήθος «από άποψη επιδόσεων, από άποψη σεβασμού και από άποψη ανάλυσης».
Λιγότερο από δύο μήνες μετά την έναρξη της δεύτερης θητείας του, ο Τραμπ έχει ανατινάξει τις νόρμες της διεθνούς οικονομίας στις οποίες μακροοικονομικοί traders όπως ο Ντρακενμίλερ έχουν ευδοκιμήσει εδώ και καιρό, ανατρέποντας το παγκόσμιο εμπόριο μέσω μιας σειράς δασμών, σκίζοντας τους κανόνες κατά της δωροδοκίας και κάνοντας στροφή προς τον προστατευτισμό.
Τι περιλαμβάνουν τα Druckonomics
Eνώ ο Ντρακενμίλερ έχει υποστηρίξει άλλους Ρεπουμπλικάνους, δεν έκανε δωρεά στην προεκλογική εκστρατεία του Trump και τον Οκτώβριο περιέγραψε τον τότε υποψήφιο ως «ένα άτομο που του αρέσει να καυχιέται». Τώρα όμως έχει άμεση επαφή με τους σημαντικότερους οικονομικούς στοχαστές της κυβέρνησης.
Οι Μπέσεντ και Γουόρς ενσαρκώνουν το πώς ο Ντρακενμίλερ ερμηνεύει τις αγορές και την οικονομική πολιτική, λένε άνθρωποι που γνωρίζουν τις συζητήσεις τους στους Financial TImes, με τους δύο «μαθητευόμενούς» του να απηχούν τη «γλώσσα του Σταν» για να μεταδώσουν τις δικές τους θέσεις.
Ο Ντρακενμίλερ έχει μοιραστεί πολλές φορές δημόσια τις απόψεις του για την οικονομική πολιτική, ειδικά αφότου έκλεισε το hedge fund του σε εξωτερικούς επενδυτές. Για περισσότερο από μια δεκαετία έχει επικεντρωθεί στο δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ, το οποίο έχει περιγράψει ως «βόμβα χρέους».
Έχει κατακεραυνώσει αυτό που θεωρεί «υπερβολικές δαπάνες για δικαιώματα όπως η κοινωνική ασφάλιση και τα προγράμματα υγειονομικής περίθαλψης Medicaid και Medicare», σημειώνουν οι FT. Και κατά τη διάρκεια της πανδημίας επέκρινε δημοσίως τη Fed επειδή περίμενε πολύ καιρό να αυξήσει τα επιτόκια, γεγονός που επέτρεψε στον πληθωρισμό να εκτοξευθεί.
Έχοντας επανειλημμένα προειδοποιήσει για επικείμενες υφέσεις στις ΗΠΑ, οι οποίες ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν, ο Ντρακενμίλερ αστειεύτηκε σε συνέδριο τον Οκτώβριο ότι είχε προβλέψει έξι από τις τέσσερις τελευταίες, παραδεχόμενος ότι «προβλέπω ύφεση εδώ και χρόνια».
Ορισμένες από τις απόψεις του Ντρακενμίλερ συγκρούονται με τα υποτιθέμενα σχέδια του Trump. Οι προτεινόμενες από τον πρόεδρο φορολογικές περικοπές, για παράδειγμα, συμπεριλαμβανομένης της περικοπής εκείνων που αφορούν τα φιλοδωρήματα, τις υπερωρίες και τις πληρωμές κοινωνικής ασφάλισης, δεν προοιωνίζονται κάτι καλό για το εθνικό χρέος που ξεπερνά τα 36 τρισ. δολάρια και αυξάνεται.
Ωστόσο, ο Ντρακενμίλερ υποστηρίζει τις προσπάθειες του Τραμπ για περικοπές δαπανών από την ανάληψη των καθηκόντων του, σύμφωνα με άτομα που γνωρίζουν τις σκέψεις του, καταλήγουν οι Financial Times.
Πηγή: ΟΤ