Για τη βία των ανηλίκων και τη ραγδαία αύξηση του φαινομένου, το οποίο έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις και προκαλεί μεγάλο προβληματισμό, μίλησε ο καθηγητής Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην υπουργός, Γιάννης Πανούσης.
«Έχουμε ποιοτική μετεξέλιξη αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ήρθαμε από το μηδέν στο άπειρο – Υπήρχε κάτι» λέει ο Γιάννης Πανούσης
Ο κ. Πανούσης, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ, σημείωσε ότι «έχουμε μια ρομαντική άποψη για το παρελθόν όλοι μας, αλλά οι καυγάδες, τα παλικαριλίκια, οι τσαμπουκάδες, η επιθετική συμπεριφορά, ο δυναμισμός της εφηβείας υπήρχε πάντα. Τώρα αρχίζει να παίρνει κάποιες πιο ακραίες μορφές, οι οποίες προβάλλονται έντονα και φοβίζουν περισσότερο».
Ακολούθως εξήγησε ότι αυτά τότε σταματούσαν σε κάποιο πεδίο, ενώ τώρα δημιουργούν υπόγεια ρεύματα, υπόγειες διασυνδέσεις με το οργανωμένο έγκλημα. «Άρα, είναι πιο δύσκολα τα πράγματα. Έχουμε μετεξέλιξη, έχουμε μια ποιοτική μετεξέλιξη» πρόσθεσε.
Αυτό δεν σημαίνει όπως εξήγησε ότι ήρθαμε από το μηδέν στο άπειρο. «Υπήρχε κάτι. Έχουμε κάνει όλοι πετροπόλεμο. Έχουμε ανοίξει κεφάλια. Δεν θεωρούσαμε ότι πρέπει να σκοτώσουμε κανέναν. Ούτε θέλαμε από ένα σημείο και μετά να πονέσει ο άλλος. Απλώς θέλαμε να τον νικήσουμε» διευκρινίζει.
Και προσθέτει: «Τώρα αρχίζουν τα πράγματα να γίνονται λίγο πιο μπερδεμένα και σε επίπεδο αγριότητας, σκληρότητας, ταπείνωσης του άλλου. Προβολή με βίντεο και στα social media των στιγμών που ο άλλος πονάει ή εν πάσει περιπτώσει εξευτελίζεται και λοιπά. Έχει διάφορα νέα χαρακτηριστικά και τώρα εμφανίζεται ένα όπλο το οποίο δεν το χρησιμοποιούν αλλά εμφανίζεται ένα όπλο. Έχουμε καινούργια στοιχεία (…)».
Τι πρέπει να γίνει
Αναφερόμενος στον τρόπο αντιμετώπισης του φαινομένου, ο κ. Πανούσης υπογράμμισε: «Για να δούμε την πορεία των πραγμάτων, διότι αυτή τη στιγμή τι στοιχεία έχουμε αντικειμενικά; Έχουμε ένα αριθμό συλλήψεων και διάφορες περιγραφές οι οποίες έρχονται στο φως της δημοσιότητας δημοσιογραφικά ή μέσα από τα διάφορα σόσιαλ μίντια. Δεν έχουμε καταδίκες ή δεν γνωρίζουμε το σύνολο των καταδικών».
Για τι πράγμα τελικά καταδικάζονται οι νέοι, μιας και μιλάμε για αυτούς, διερωτάται ο κ. Πανούσης. Δηλαδή συμπλέκονται, χτυπιούνται, συλλαμβάνονται, αλλά για τι πράγμα καταδικάζονται; Διότι – εξηγεί ο ίδιος – εάν δέκα μαλώνουν, ένας δίνει μπουνιά, ένας τραβάει μαχαίρι, δέκα συλλαμβάνονται αλλά τελικά μπορεί να καταδικαστεί ένας, άρα οι αριθμοί αλλοιώνονται σε σχέση με τις εντυπώσεις που δημιουργούν.
«Το πρόβλημα είναι τι ποινές, τι κυρώσεις μπορεί να επιβάλει κάποιος σε ένα παιδί 14 χρονών. Μπορεί να το βάλει φυλακή, να το βάλει σε ένα ίδρυμα αγωγής; Και τι ακριβώς είναι αυτές οι φυλακές σε αυτά τα ειδικά καταστήματα κράτησης;» συνεχίζει ο κ. Πανούσης.
Ο κ. Πανούσης εξηγεί ότι το ζήτημα δεν είναι ούτε τα αναμορφωτικά μέτρα ούτε η αύξηση των ποινών, αλλά το να αντιληφθούμε τι είναι αυτό που συμβαίνει.
«Τι θα βγει από εκεί μέσα; Μπαίνει, ας υποθέσουμε, για να παραδειγματιστεί και θα βγει χειρότερος. Διότι, αυτά τα ιδρύματα δεν είναι ακριβώς πανεπιστήμια πνεύματος, είναι πανεπιστήμια εγκλήματος, έτσι δεν είναι; Άρα, οι διαδικασίες υπάρχουν και το να μην καταδικαστεί και το να μπει σε αναμορφωτικά μέτρα θεραπευτικά αν χρειαστούν κ.λπ. δεν είναι εκεί το πρόβλημα. Ούτε το πρόβλημα είναι να αυξήσουμε τις ποινές ενώ ήταν μέχρι 5 να το κάνουμε μέχρι 7. Δεν είναι εκεί το ζήτημα» λέει.
Το ζήτημα, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι να καταλάβουμε τι είναι αυτό. «Και για να το καταλάβουμε πρέπει να μιλήσουμε λίγο με τους ίδιους τους δράστες και τα θύματα. Διότι, η 14χρονη που ήθελε να ‘σκοτώσει’ – εγώ δεν πιστεύω ότι το εννοούσε – αλλά εν πάση περιπτώσει ήθελε να κάνει αυτή την ακραία δήλωση ότι είναι τόσο αρχηγός που μοιράζει θανάτους (εντάξει, το έχουμε πει κι εμείς ‘θα σε σκίσω’, ‘θα σε σκοτώσω’, ‘θα σε θάψω’ κλπ.)» σημειώνει ο κ. Πανούσης.
Και συνεχίζει: «Εν πάση περιπτώσει όμως, τι έχει στο μυαλό της; Πού ζει αυτή; Με ποιους ζει, τι σκέφτεται, τι θέλει να κάνει; Τι της λείπει; Δεν έχουμε λοιπόν, στοιχεία των πραγματικών ποιοτικών περιστατικών. Έχουμε αριθμούς ως την ώρα αυτή και εντυπώσεις βέβαια, έτσι; Άρα, δεν είναι εκεί το ζήτημα. Να πούμε δηλαδή ότι θα αυξήσετε τις ποινές, κυνηγήστε τους γονείς. Πόσους γονείς θα κυνηγήσετε; […]. Το να τιμωρήσουμε το σύστημα συμβολικά έχει ένα νόημα να αποτρέψει, αλλά δεν αποτρέπεται ένας γονιός που δεν αγαπάει το παιδί του, επειδή θα μπει ποινή και δεν το προσέχει και δεν το φροντίζει».