Οι ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ για τις δαπάνες των νοικοκυριών για το οικονομικό έτος 2023, μας υπενθυμίζουν ότι ο πληθωρισμός δεν είναι ίδιος για όλους, καθώς οι ανατιμήσεις σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες πλήττουν δυσανάλογα τους πιο φτωχούς. Μπορεί ο Γενικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή να καταγράφει ετήσιες αυξήσεις 3%, αλλά για τα χαμηλότερα εισοδήματα ο πραγματικός πληθωρισμός μπορεί να είναι ως και διπλάσιος. Η αιτία είναι ότι το «καλάθι του φτωχού» – στο οποίο σχεδόν το 56% αφορά έξοδα διατροφής και στέγασης – ακριβαίνει με μεγαλύτερη ταχύτητα από ό,τι το «καλάθι του καταναλωτή», που συντίθεται με βάση τον μέσο όρο των ανατιμήσεων σε ένα ευρύ σύνολο αγαθών και υπηρεσιών.
Ένα από τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης της ΕΛΑΣΤΑΤ είναι η διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς: Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του ανώτατου εισοδηματικού πεμπτημόριου (το ‘’πλουσιότερο’’ 20% του πληθυσμού) το 2023 ήταν σχεδόν εξαπλάσιο (5,72 φορές μεγαλύτερο) από το μερίδιο του κατώτατου πεμπτημορίου. Το 2022 η αντίστοιχη ψαλίδα ήταν 4,49, γεγονός που σημαίνει ότι οι φτωχότεροι αναγκάστηκαν να περικόψουν βασικές ανάγκες τους για ανταπεξέλθουν στην άνοδο τους κόστους ζωής.
Αντίστοιχα, όπως ανακοινώθηκε, ο κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 18,7% του πληθυσμού, από 17,4% το 2022.
Αυτό που δεν αποτυπώνεται με αριθμούς από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, αλλά προκύπτει με αναγωγή επί των δαπανών, είναι η διαφοροποίηση στην ένταση του πληθωρισμού, ανάλογα με το εισόδημα.
Ο πληθωρισμός εντείνει τις ανισότητες
Με βάση έρευνα της καθηγήτριας Οικονομικών του ΕΚΠΑ Γεωργίας Καπλάνογλου για τις αναδιανεμητικές συνέπειες του πληθωρισμού στα τρόφιμα και την ενέργεια, στοιχεία της οποίας έχει παρουσιάσει το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, το 10% των φτωχότερων νοικοκυριών θα έπρεπε να αυξήσει τις δαπάνες του κατά 16% το διάστημα 2019 ως τον Φεβρουάριο του 2024, για να διατηρήσει σταθερό το επίπεδο κατανάλωσης στα συγκεκριμένα αγαθά. Το αντίστοιχο ποσοστό για το πλουσιότερο 10% είναι χαμηλότερο από 5%.
Οι ανατιμήσεις στα τρόφιμα οδήγησαν σε μείωση της κατανάλωσης σε όλα τα είδη διατροφής, παρά την αύξηση των δαπανών
Μια άλλη παράμετρος της «πληθωριστικής αδικίας», εις βάρος των φτωχότερων, είναι ότι οι ανατιμήσεις επιδεινώνουν την αναλογία των έμμεσων προς τους άμεσους φόρους. Οι έμμεσοι φόροι υπεραποδίδουν, γεμίζοντας τα κρατικά ταμεία, καθώς τροφοδοτούνται από τις αυξημένες τιμές. Όμως αυτό καθιστά πιο άδικο το φορολογικό σύστημα, αφού οι φτωχοί πληρώνουν δυσανάλογα υψηλότερο τίμημα, σε σύγκριση με το εισόδημά τους.
Στο 19% ο πληθωρισμός των φτωχών
Αντίστοιχη έρευνα της εταιρείας συμβούλων Νetrino, για τις επιπτώσεις του πληθωρισμού ανάλογα με το εισόδημα, αποδεικνύει ότι ο μέσος τιμάριθμος «έτρεξε» μεν σωρευτικά με ταχύτητα 15,01%, από τον Ιούλιο του 2019 ως τον Φεβρουάριο του 2024. Όμως για όσους έχουν μηναίο εισόδημα ως 750 ευρώ, η αίσθηση του τιμάριθμου είναι πάνω από 19%. Για τα εισοδήματα από 750 ως 1110 ευρώ, ο τιμάριθμος ανήλθε σχεδόν στο 18% (17,86%), ενώ για τα υψηλά εισοδήματα, από 3.501 ευρώ και πάνω, ο τιμάριθμος ανήλθε στο 10,5%.
Οι αποκλίσεις αυτές προκύπτουν από τα διαφορετικά ποσοστά δαπανών επί του εισοδήματος, ανάλογα με την εισοδηματική κλίμακα.
Για παράδειγμα, οι σωρευτικές ανατιμήσεις στα τρόφιμα την περίοδο που εξετάζει η έρευνα αγγίζουν το 20%. Η επιβάρυνση για τα νοικοκυριά, ως μερίδιο επί του πληθωρισμού, είναι κατά μέσο όρο 49%.
Τα μεσαία και κατώτερα εισοδήματα δαπανούν από 26% ως και πάνω από 34% του μηνιαίου προϋπολογισμού τους για να στεγαστούν, ενώ τα υψηλότερα εισοδήματα μόλις 8%
Όμως καθώς όσοι έχουν εισόδημα ως 750 ευρώ ξοδεύουν το 32,36% του εισοδήματός τους μόνο για να τραφούν, το μερίδιο των ανατιμήσεων στα τρόφιμα στον «πληθωρισμό των φτωχών» αγγίζει το 59%. Για τα μεσαία εισοδήματα η επιβάρυνση είναι στο 60%, ενώ για τα υψηλά εισοδήματα είναι το 43%.
Αντίστοιχα, οι αυξήσεις στο κόστος στέγασης (πάνω από 17% σε βάθος τεσσεράμισι ετών), επιβάρυναν τα φτωχότερα νοικοκυριά κατά 31%, τα μεσαία 25% και τα υψηλά εισοδήματα κατά 13% – πάντα ως μερίδιο επί του πληθωρισμού.
Η αιτία είναι ότι τα μεσαία και κατώτερα εισοδήματα δαπανούν από 26% ως και πάνω από 34% του μηνιαίου προϋπολογισμού τους για να στεγαστούν, ενώ τα υψηλότερα εισοδήματα μόλις 8%.
Πολυτέλεια για τους φτωχούς τα ταξίδια
Αντίστροφα, οι σωρευτικές ανατιμήσεις σε ξενοδοχεία και εστίαση (15,4%), αντιπροσωπεύουν μόλις το 3% της επιβάρυνσης για τα φτωχότερα νοικοκυριά, έναντι 11% του μέσου όρου. Κι εδώ η εξήγηση είναι ταξική: Στους πιο φτωχούς δεν περισσεύουν ούτως ή άλλως χρήματα για ταξίδια και εξόδους, άρα οι ανατιμήσεις τους επηρεάζουν λιγότερο.
Με την ίδια λογική, οι αυξήσεις στις μεταφορές (10,1%) επιβάρυναν αναλογικά περισσότερο τους πιο πλούσιους, που έχουν την πολυτέλεια να ξοδεύουν σχεδόν το 18% του εισοδήματός τους σε δαπάνες κίνησης (ακριβά αυτοκίνητα, σκάφη, αεροπορικά εισιτήρια κ.λπ). Αντίθετα, οι πιο φτωχοί και τα μεσαία στρώματα δαπανούν για μετακινήσεις από 2,44% ως 5,58% του εισοδήματός τους, και επιβαρύνονται αναλογικά λιγότερο (1% μερίδιο επί του πληθωρισμού).
Αύξηση δαπανών – μείωση κατανάλωσης
Τα ευρήματα της εταιρείας συμβούλων Νetrinο – που προέρχονται από την επεξεργασία των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ – «συμφωνούν» με τα ευρήματα της τελευταίας έκθεσης για τις δαπάνες των νοικοκυριών το 2023. Ειδικά οι ανατιμήσεις στα τρόφιμα όχι μόνο έπληξαν δυσανάλογα τα φτωχότερα νοικοκυριά, αλλά οδήγησαν σε μείωση της κατανάλωσης σε όλα τα είδη διατροφής, παρά την αύξηση των δαπανών. Χαρακτηριστικά, το 2023 η κατανάλωση σε ελαιόλαδο μειώθηκε σε ποσότητα κατά -13,6%, ενώ συνολικά η μέση μηνιαία δαπάνη για έλαια και λίπη αυξήθηκε σχεδόν κατά 12%. Υπενθυμίζεται, ότι οι ανατιμήσεις στο ελαιόλαδο το 2023 άγγιξαν το 58,5% ενώ το 2024 έφτασαν