Παρατεταμένοι καύσωνες, εφιαλτικές μέγα-πυρκαγιές, καταστροφικές πλημμύρες.
Τα δυσοίωνα σημάδια της κλιματικής κρίσης έγιναν ακόμη πιο ορατά αυτό το καλοκαίρι, με πολίτες και αρχές να εμφανίζονται απροετοίμαστοι για το -όχι πια μακρινό, καταπώς φαίνεται- δυστοπικό μας μέλλον.
Οι ειδικοί πάντως ηχούν εδώ και πολύ καιρό «καμπανάκι» για τους κινδύνους της στάσης laissez-faire και της λογικής business as usual.
Στο «κάδρο» πλέον βάζουν και την οικονομία.
Υπάρχουν επίσης εδώ και χρόνια μοντέλα για την αλληλεπίδραση της οικονομίας της αγοράς και της κλιματικής αλλαγής.
Από τα πιο διαδεδομένα είναι του Αμερικανού Νομπελίστα Οικονομίας 2018, Ουίλιαμ Νόρντχαους.
Ενσωματώνοντας την κλιματική αλλαγή στη μακροοικονομική ανάλυση, αποτελούν εργαλείο σχεδόν για όλους τους παράγοντες της χρηματοπιστωτικής αγοράς.
Από τους συμβούλους μέχρι τις τράπεζες και τις ρυθμιστικές αρχές.
«Μια αύξηση της θερμοκρασίας κατά περίπου 4 βαθμούς Κελσίου μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του ετήσιου παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) κατά 10 έως 23% έως το 2100, σε σύγκριση με το παγκόσμιο ΑΕΠ χωρίς αύξηση της θερμοκρασίας», αναφέρει η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) του ΟΗΕ, με βάσει αξιολογήσεις σχετικών μελετών για τα συνήθη μοντέλα.
Στο ίδιο σενάριο, το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας -στο οποίο ανήκουν όλες οι χώρες της G20- κάνει λόγο για πτώση των χρηματιστηριακών τιμών μόλις κατά 3-10%.
Όμως σε έναν κόσμο που διαρκώς μεταβάλλεται, αυτά ήδη θεωρούνται πλέον από πολλούς και επί του πρακταίου ξεπερασμένα.
«Τα αποτελέσματα κλιματολογικών ερευνών δείχνουν ότι οι επιπτώσεις μιας αύξησης κατά 3 βαθμούς Κελσίου (ή και λιγότερο) θα μπορούσαν να είναι καταστροφικές και ότι τα σημεία καμπής του κλίματος θα μπορούσαν να επιτευχθούν ήδη με αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1 βαθμό Κελσίου», υπογραμμίζει σε τελευταία έκθεση η βρετανική δεξαμενή σκέψης Carbon Tracker.
Προειδοποιεί, δε, για αυξανόμενους συστημικούς κινδύνους για τις χρηματοοικονομικές και τις μακροπρόθεσμες θεσμικές επενδύσεις -ιδίως των συνταξιοδοτικών ταμείων- από την υποτιμολόγηση της κλιματικής αλλαγής.
Κοιτώντας το «δέντρο», χάνοντας το «δάσος»
Ως βασικό πρόβλημα επισημαίνεται ότι στην οικονομική μοντελοποίηση κινδύνου υποτιμώνται μαζικά οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης.
Οι υπολογισμοί βασίζονται σχεδόν αποκλειστικά στο κόστος μείωσης των εκπομπών ρύπων και στα σενάρια αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη, χωρίς να συνυπολογίζεται η εκθετική αύξηση του ύψους των ζημιών από τα όλο και πιο ακραία -σε συχνότητα και ένταση- καιρικά φαινόμενα.
Ενδεικτικά, η έκθεση της Carbon Tracker αποκαλύπτει ότι πολλά συνταξιοδοτικά ταμεία χρησιμοποιούν επενδυτικά μοντέλα που προβλέπουν ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη κατά 2 έως 4°C θα έχει ελάχιστο αντίκτυπο στα χαρτοφυλάκια των μελών.
Επί της ουσίας, επισημαίνεται στο κείμενο, αγνοούν κρίσιμα επιστημονικά στοιχεία σχετικά με τους οικονομικούς κινδύνους σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο κλίμα, στο φόντο προειδοποιήσεων των επιστημόνων του κλίματος ότι η υπερθέρμανση του πλανήτη σε αυτή την κλίμακα θα αποτελέσει «υπαρξιακή απειλή για τον ανθρώπινο πολιτισμό».
Αυτό, υπογραμμίζεται, συμβαίνει γιατί στους υπολογισμούς ακόμη δεν λαμβάνονται υπόψη παράγοντες που θα μπορούσαν να συνθέσουν μια πολύ χειρότερη εικόνα.
Ορισμένοι μάλιστα εξετάστηκαν από οικονομολόγους, αλλά στη συνέχεια απορρίφθηκαν ως χαμηλού οικονομικού αντίκτυπου.
Αυτοί περιλαμβάνουν:
- απώλεια των θαλάσσιων πάγων στην Αρκτική τη θερινή περίοδο,
- επιβράδυνση της Μεσημβρινής Ανατρεπόμενης Κυκλοφορίας του Ατλαντικού (AMOC), ήτοι ζωτικών ωκεάνιων ρευμάτων,
- απελευθέρωση άνθρακα από το μόνιμο στρώμα πάγου και από ωκεάνιους υδρίτες μεθανίου,
- αποσύνθεση του στρώματος πάγου στη Γροιλανδία και στη Δυτική Ανταρκτική,
- αύξηση της μεταβλητότητας του ινδικού μουσώνα,
- μαρασμός του τροπικού δάσους του Αμαζονίου.
Αναλυτές υπογραμμίζουν επίσης την ήδη εντεινόμενη κλιματική μετανάστευση ως παράγοντα επιβράδυνσης της αύξησης του ΑΕΠ. «Αν σε αυτά προστεθούν και άλλα ζητήματα, όπως η αστική ρύπανση και τα συνακόλουθα προβλήματα υγείας, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας κοντά σε πυκνοκατοικημένες παράκτιες πόλεις και οι επιπτώσεις στη γεωργική παραγωγή», αναφέρει η Carbon Tracker, «η ανησυχία για τις παγκόσμιες επιπτώσεις στις οικονομίες θα υποδεικνύει σημαντικά ή καταστροφικά αποτελέσματα καθώς ανεβαίνουμε την καμπύλη θερμοκρασίας».
Προσαρμογή, μια λέξη-«κλειδί»
Έρευνα -προσομοίωση της επίδρασης της κλιματικής αλλαγής στις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας για 109 χώρες που έκαναν τα Πανεπιστήμια του Κέιμπριτζ και της Ανατολικής Αγγλίας έδειξε ότι οι υποβαθμίσεις ένεκα κλιματικών παραγόντων θα μπορούσαν να συμβούν ήδη από το 2030.
Μεταξύ, δε, των χωρών που συγκαταλέγουν στην κατηγορία της μεγαλύτερης κλιματικο-οικονομικής ευπάθειας είναι οι δύο κατ’ εξοχήν αναδυόμενες οικονομικές υπερδυνάμεις: η Κίνα και η Ινδία.
Συνολικά δε η προοπτική σκιαγραφείται ως εντελώς διαφορετική από τις μέχρι σήμερα γνωστές χρηματοπιστωτικές κρίσεις, ως απόρροια της απόκλισης μεταξύ των αισιόδοξων προβλέψεων των οικονομολόγων και της πραγματικότητας της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Αυτά, ενόσω οι ασφαλιστικές εταιρείες -που μοιραία βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της οικονομικής διαχείρισης της κλιματικής αλλαγής- αυξάνουν κάθε χρόνο τα ασφάλιστρα (και) έναντι των φυσικών καταστροφών.
Σε αυτό το πλαίσιο, η βρετανική δεξαμενή σκέψης εκφράζει φόβους για μια «Στιγμή Μίνσκι».
Ένας όρος που χρησιμοποιείται για κατάρρευση της επενδυτικής εμπιστοσύνης και μείωσης των αξιών περιουσιακών στοιχείων, με την όψιμη πια επίγνωση ότι δεν είναι πια βιώσιμες.
Εν προκειμένω λόγω της κλιματικής αλλαγής.
«Η αδράνεια, η προκατάληψη του business as usual και η στήριξη σε ξεπερασμένα μοντέλα διαχείρισης κινδύνων είναι όλο και πιο πιθανό να έχει μεγάλες αρνητικές και συστημικές οικονομικές συνέπειες σε πολλούς επενδυτικούς τομείς», προειδοποιεί η Carbon Tracker.
Απαιτούνται πράξεις και όχι λόγια, επισημαίνει, μεταξύ άλλων με μέτρα προσαρμογής, βελτιστοποίηση κατανομής των πόρων και δαπάνες σε υποδομές ανθεκτικές στην κλιματική αλλαγή.
«Η κλιματική αλλαγή πρέπει να αντιμετωπίζεται ως δυνητικά υπαρξιακή απειλή για την οικονομία», παρατηρεί, «παρά ως ζήτημα που αντιμετωπίζεται κατάλληλα με την οικονομική ανάλυση κόστους-οφέλους».