Ελλάδα

Γιατί χάνουμε πέντε λίμνες του Μαραθώνα το χρόνο – Οι βλάβες και οι διαρροές του δικτύου ύδρευσης


Με την απειλή της λειψυδρίας να γίνεται φέτος ιδιαιτέρως αισθητή μετά από δεκαετίες στη χώρα, συναγερμός έχει σημάνει στους αρμόδιους φορείς, αναγκάζοντάς τους να θέσουν υπό εξέταση μια σειρά από μέτρα, που περιλαμβάνουν από τη δημιουργία μονάδων αφαλάτωσης μέχρι και την αναπροσαρμογή της τιμολόγησης του νερού. Και αν η κλιματική κρίση, η οποία αποτελεί τη βασική αιτία του φαινομένου, είναι ένας εχθρός που η αντιμετώπισή του – ή έστω η επιβράδυνση των συνεπειών του – ξεπερνά τα στενά όρια της Ελλάδας, δεν ισχύει το ίδιο για τον εντός των πυλών… σαμποτέρ – τη σπατάλη. Πόσο, όμως, είναι ακριβώς το νερό που χάνεται από βλάβες και διαρροές του δικτύου;

Στο ερώτημα αυτό δεν υπάρχει σαφής απάντηση. Ωστόσο, όπως ανέφερε ο υφυπουργός Εσωτερικών Βασίλης Σπανάκης κατά την ενημέρωση της Υποεπιτροπής Υδατικών Πόρων της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Προστασίας Περιβάλλοντος στη Βουλή την περασμένη Τρίτη, «με βάση τη χρήση του δείκτη “Εξοικονόμηση πόσιμου ύδατος από μείωση διαρροών”, προκύπτει ότι τα περίπου 58 εκατ. κυβικά μέτρα εξοικονόμησης πόσιμου ύδατος ανά έτος από τη μείωση διαρροών αντιστοιχούν στην ετήσια ζήτηση νερού μιας πόλης 600.000 κατοίκων». Με άλλα λόγια, αντιστοιχούν σε πέντε λίμνες του Μαραθώνα, ο μέσος όγκος της οποίας είναι 12 εκατ. κυβικά μέτρα.

Σύμφωνα με την Ελισσάβετ Φελώνη, καθηγήτρια Υδρολογίας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, «στα δίκτυα διανομής οι διαρροές ξεπερνούν το 20%. Μέσα στο κλειστό δίκτυο της πρωτεύουσας οι απώλειες αγγίζουν το 23%, λόγω της παλαιότητάς του – η μέση ηλικία του είναι τα 60 έτη». Στην πρόσφατη παρουσίαση των παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας επισημάνθηκε ότι το 2019, κατά δήλωση των ΔΕΥΑ (Δημοτικών Επιχειρήσεων Υδρευσης και Αποχέτευσης), το ποσοστό απώλειας νερού από διαρροές κυμαινόταν μεταξύ 9,5% και 62%, με τη μέση τιμή να ανέρχεται σε 35,6%. Σε χθεσινή συνέντευξή του (ΣΚΑΪ), ο αρμόδιος υπουργός Θεόδωρος Σκυλακάκης ανέφερε πως περί το 40%-50% του νερού χάνεται από διαρροές στα δίκτυα, ενώ συμπλήρωσε: «Πλέον όλοι οι πάροχοι νερού θα περνούν την οποιαδήποτε αύξηση από έλεγχο μέσω της Ρυθμιστικής Αρχής Υδάτων, που μέχρι τέλος του μήνα μπαίνει σε πλήρη λειτουργία. Ο έλεγχος βασίζεται στην ευρωπαϊκή οδηγία που δεν σου λέει τίποτα άλλο πέραν του ότι οφείλεις να έχεις ρύθμιση κόστους, χωρίς κέρδος στο νερό».

Από πλευράς του, ο γενικός γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων Πέτρος Βαρελίδης σημειώνει στα «ΝΕΑ» πως «από τους 273 παρόχους συνολικά στη χώρα το 2020 δήλωσαν διαρροές οι 98. Από αυτούς, οι 29 δήλωσαν διαρροές άνω του 60% και κάποιοι δήλωσαν μέχρι και 99,7%. Το τελευταίο τεράστιο ποσοστό προκύπτει είτε γιατί οι εταιρείες δεν ξέρουν τι δηλώνουν, είτε επειδή το νερό της ύδρευσης χρησιμοποιείται και για άρδευση. Πιθανότατα, όμως, δικαιολογείται από τον συνδυασμό των δυο αυτών παραγόντων. Στην Αττική η ΕΥΔΑΠ έχει απώλειες της τάξης του 24%-25%. Δηλαδή, η Αθήνα ναι μεν έχει διαρροές, όμως το εν λόγω ποσοστό είναι αποδεκτό σύμφωνα με τα διεθνή στάνταρ, καθώς είναι ανέφικτο να μηδενίσει κανείς τις διαρροές ή να πέσει κάτω από το 15%. Στον αντίποδα, υπάρχουν πόλεις που έχουν απώλειες της τάξης του 60%. Για παράδειγμα, τα Γιάννενα και το Ναύπλιο».

Ο ίδιος επισημαίνει ότι οι εταιρείες έπαψαν να δηλώνουν τις απώλειες νερού από διαρροές, καθώς από τα τέλη του 2022 το ΣτΕ ακύρωσε την ΚΥΑ κοστολόγησης-τιμολόγησης των υπηρεσιών ύδατος, ενώ τον Μάρτιο του 2023 το υπουργείο Περιβάλλοντος εισήγαγε εκ νέου με νόμο τη συγκεκριμένη υποχρέωση, χωρίς να λάβει στοιχεία από τους παρόχους. «Δυστυχώς, σαν γενική εικόνα, οι ΔΕΥΑ – ιδίως οι μικρές – πάσχουν οργανωτικά και δεν έχουν εικόνα ούτε οι ίδιες για το ποια είναι η πραγματική κατάσταση στο σύστημα. Υπάρχουν πάροχοι που δηλώνουν απώλεια 1%, πράγμα που είναι απίθανο. Είναι μια ανεξέλεγκτη κατάσταση που προσπαθούμε να διορθώσουμε με την ΚΥΑ κοστολόγησης-τιμολόγησης, με τον ν. 5037, με τον οποίο συστήσαμε τη Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ) και με το σχέδιο νόμου που προχωράμε στη συνένωση των ΔΕΥΑ, ώστε να έχουμε λιγότερους και ισχυρότερους παρόχους».

Πέρα από τα προβλήματα που εντοπίζονται στα συστήματα των παρόχων, μεγάλοι… κλέφτες νερού βρίσκονται και εντός των κατοικιών. Ο λόγος για τις βρύσες και τα καζανάκια που με μία απλή βλάβη μπορούν να εξαντλούν εκατοντάδες λίτρα ημερησίως: «Ενα καζανάκι που τρέχει, μεταφράζεται σε απώλεια 750 λίτρων νερού την ημέρα. Μια βρύση που στάζει μπορεί να φτάσει και σε απώλεια 70 λίτρων την ημέρα», αναφέρει η Ελισάβετ Φελώνη. Σε αυτό το πλαίσιο, επισημαίνει την ανάγκη να δοθούν – μέσω προγραμμάτων, στο πνεύμα του «Ανακυκλώνω-αλλάζω θερμοσίφωνα» – κίνητρα στους καταναλωτές να προβούν σε αντικατάσταση των συσκευών που σπαταλούν νερό με νέες χαμηλής κατανάλωσης, καθώς «ένα σύγχρονο καζανάκι καταναλώνει μόλις 30 λίτρα νερού ημερησίως».

Αντιστοίχως, συνεχίζει η υδρολόγος, «στη γεωργία, από τη μεταφορά του νερού και από τις απαρχαιωμένες τεχνικές άρδευσης, οι απώλειες αγγίζουν συνολικά το 60%».

Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, η κυβέρνηση υλοποιεί τα προγράμματα αναβάθμισης και συντήρησης των δικτύων «Αντώνης Τρίτσης» και «Φιλόδημος Ι», με στόχο τη μείωση των διαρροών. Μάλιστα, το υπουργείο Εσωτερικών κάνει για πρώτη φορά χρήση ποσοτικών δεικτών αποτελέσματος, μέσω των οποίων θα παρακολουθείται ο βαθμός υλοποίησης των έργων ανά περιφέρεια.





Source link

sporadesnews
the authorsporadesnews