Οικονομία

Εισηγμένες επιχειρήσεις: Επτά χιλιάδες «ζόμπι» στο χείλος του γκρεμού


«Τα ζόμπι έχουν αυξηθεί κατά 30% την τελευταία δεκαετία», αποφαίνεται σε έρευνα που δημοσίευσε την περασμένη Παρασκευή το Associated Press. Δεν πρόκειται βέβαια για τίποτε μυθιστορηματικούς ή κινηματογραφικούς ζωντανούς νεκρούς, αλλά για εισηγμένες επιχειρήσεις που αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους και κρατιούνται στη ζωή με «ενέσεις» κυβερνητικών ή άλλων κεφαλαίων – είναι δηλαδή νεκροζώντανες.

«Με την παραμικρή οικονομική ή εμπορική τρικυμία οι επιχειρήσεις-ζόμπι είναι έτοιμες να καταρρεύσουν. Διότι καθώς στερούνται ρευστότητας και οι τόκοι των δανείων που πληρώνουν δεν είναι σταθεροί, τα υψηλότερα επιτόκια τις έχουν γονατίσει», σημειώνεται στη μελέτη του αμερικανικού πρακτορείου ειδήσεων.

Το φαινόμενο είναι ανησυχητικό καθώς οι περίπου 7.000 επιχειρήσεις που κρέμονται από μια κλωστή πάνω από την άβυσσο της χρεοκοπίας, είναι εισηγμένες σε πολλά μεγάλα χρηματιστήρια το πλανήτη. Μόνο στις ΗΠΑ είναι εισηγμένες περίπου 2.000 νεκροζώντανες επιχειρήσεις. Πολλά ζόμπι είναι εισηγμένα επίσης στις αγορές της Αυστραλίας, της Νότιας Κορέας και της Βρετανίας.

«Μιλάμε για επωνυμίες λιγότερο ή περισσότερο γνωστές στο ευρύ κοινό, όπως η JetBlue Airways, η Wayfair, η Telecom Italia αλλά και ο βρετανικός ποδοσφαιρικός κολοσσός Manchester United», όπως γράφει χαρακτηριστικά η Κλαρά Ντιράν στη γαλλική «Le Figaro».

130 εκατ. εργαζόμενοι

Το δράμα είναι ότι στις νεκροζώντανες αυτές επιχειρήσεις απασχολούνται εργαζόμενοι που σφύζουν από ζωή και συντηρούν οικογένειες. Σε περίπτωση ομαδικών χρεοκοπιών το κοινωνικό πρόβλημα που θα προκύψει είναι προφανές. Το Associated Press υπολόγισε ότι σε 12 χώρες τουλάχιστον 130 εκατομμύρια εργαζόμενοι απασχολούνται σε εταιρείες-ζόμπι.

Δεν υπάρχουν επιχειρηματικοί κλάδοι που δεν διαθέτουν εταιρείες-ζόμπι. Η μελέτη αναφέρει επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας που παραπαίουν, εταιρείες παραγωγής τροφίμων, ακόμα και επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας. Το ΑΡ αναφέρει περιπτώσεις αλυσίδων νοσοκομείων και γηροκομείων «τα αδύναμα οικονομικά των οποίων τις εμπόδισαν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της πανδημίας». Αναφέρει επίσης περιπτώσεις εταιρειών ακινήτων «που αγωνίζονται να γεμίσουν μισοάδεια γραφεία στην καρδιά των μεγάλων πόλεων».

Πολλοί είναι οι παράγοντες που έφεραν τις εισηγμένες αυτές στο χείλος του γκρεμού. Η μελέτη επισημαίνει αρχικά τη φρενίτιδα δανεισμού που ακολούθησε την οικονομική κρίση του 2009, όταν οι τράπεζες μείωσαν τα επιτόκιά τους. Ένα φαινόμενο που επανεμφανίστηκε κατά τη διετία της πανδημίας (2020-2021).

«Ορισμένοι οικονομολόγοι κάνουν λόγο για μια πιστωτική φούσκα που επεκτάθηκε πολύ πέρα από τα ζόμπι», αναφέρει χαρακτηριστικά το ΑΡ. Διότι τα πολύ χαμηλά επιτόκια «λειτούργησαν επίσης ως κίνητρο για υπερδανεισμό επιχειρήσεων με υγιέστερους, βιώσιμους ισολογισμούς, ενώ προκάλεσαν την αύξηση του δανεισμού των κυβερνήσεων και των καταναλωτών».

Αγορές ιδίων μετοχών

«Τα τελευταία χρόνια οι εταιρείες-ζόμπι εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία για να αυξήσουν το χρέος τους αγοράζοντας ξανά τις δικές τους μετοχές, αντί να επεκταθούν επενδύοντας σε ανθρώπινο δυναμικό και τεχνολογία», σημειώνουν οι ερευνητές του ΑΡ.

Το πρακτορείο αναφέρει ως παράδειγμα τέτοιας εταιρικής συμπεριφοράς την καλιφορνέζικη αεροπορική εταιρεία JetBlue Airways, η οποία την τελευταία δεκαετία αγόρασε δικές της μετοχές αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων. Αλλά καθώς τα επιτόκια πήραν την ανιούσα, τα κεφαλαιακά της κέρδη μειώθηκαν και η μετοχή της έχασε τα δύο τρίτα της αξίας της. Τώρα η JetBlue πρέπει οφείλει 717 εκατ. δολάρια σε τόκους. «Η εταιρεία διαβεβαίωσε το ΑΡ ότι βρίσκεται σε φάση ενίσχυσης των οικονομικών της μειώνοντας τα κόστη και αναβάλλοντας τις αγορές νέων αεροσκαφών», σημειώνεται.

Ένα άλλο εμβληματικό παράδειγμα, αυτό της οικογένειας Γκλέιζερ στο Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία κατέχει μεγάλο μερίδιο της εισηγμένης στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου ποδοσφαιρικής ομάδας Manchester United. «Το 2005 οι Γκλέιζερ χρεώθηκαν για να αποκτήσουν τον έλεγχο της ομάδας, η οποία επίσης τα επόμενα χρόνια δανείστηκε εκατοντάδες εκατομμύρια στερλίνες», σημειώνει το ΑΡ.

Αφόρητα για τις κυβερνήσεις

Αναξιοπαθούσες επιχειρήσεις υπήρχαν ανέκαθεν – κάποτε στην Ελλάδα τις έλεγαν «προβληματικές». Και ανέκαθεν τις στήριζαν τις επιχειρήσεις αυτές οι εθνικές κυβερνήσεις. Για ευνόητους πολιτικούς λόγους, ιδιαίτερα όσες απασχολούσαν πολύ προσωπικό. Η απειλή να αφήσουν εκατοντάδες ή χιλιάδες οικογένειες στο δρόμο ήταν και είναι εξάλλου το μείζον διαπραγματευτικό χαρτί των εταιρικών διοικήσεων για να ζητούν διαρκώς δανειακή (κι αγύριστη) βοήθεια.

«Η υποστήριξη των επιχειρήσεων-ζόμπι αποδεικνύεται δύσκολη για τις κυβερνήσεις, διότι κι εκείνες έχουν επίσης συσσωρεύσει χρέη. Η αμερικανική κυβέρνηση, για παράδειγμα, αναμένεται να δαπανήσει εφέτος 870 δισ. δολάρια για τοκοχρεολύσια», σημειώνουν οι αναλυτές του ΑΡ.

Ουσιαστικά τα ζόμπι στηρίζονται από τις Κεντρικές Τράπεζες, διευκρινίζει η έρευνα. Κι αυτό είναι πολύ επικίνδυνο διότι τα ζόμπι σε περίπτωση κατάρρευσης δυνητικά θα μπορούσαν να συμπαρασύρουν νομίσματα και οικονομίες.

Σύμφωνα με στοιχεία του Associated Press, από το καλοκαίρι μέχρι τον Σεπτέμβριο, το μήνα που πολλοί επενδυτές αναμένουν την πρώτη και μοναδική για εφέτος μείωση επιτοκίων από τη Fed, τα ζόμπι θα πρέπει να αποπληρώσουν δανειακές δόσεις ύψους 1,1 τρισ. δολαρίων, ποσό που αντιστοιχεί στα δύο τρίτα του συνόλου που οφείλουν έως το τέλος του τρέχοντος έτους.

«Χρόνος δεν υπάρχει, το χρήμα δεν φτάνει, γι’ αυτό και μερικά ζόμπι προχωρούν σε πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων. «Η Telecom Italia, για παράδειγμα, υπέγραψε πέρυσι συμφωνία για την πώληση του επίγειου δικτύου της, ενώ αποφάσισε επίσης να βάλει πωλητήριο στις μονάδες υποβρύχιων τηλεπικοινωνιακών συνδέσεων και διαχείρισης των πύργων κινητής τηλεφωνίας», σημειώνεται στη μελέτη.

Πηγή: ΟΤ



Source link

sporadesnews
the authorsporadesnews