Τεράστιες διαστάσεις λαμβάνει το θέμα της κρίσης γονιμότητας με τους αριθμούς να είναι αμείλικτοι. Μετά από μια περίοδο σταθεροποίησης των γεννήσεων γύρω από τις 150 χιλιάδες ετησίως κατά μέσο όρο τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες παρατηρούμε μια «βουτιά» μετά το 1980. Η πτώση τους ανακόπτεται προσωρινά κατά την πρώτη δεκαετία του 2000 και συνεχίζεται έκτοτε, ενώ αντιθέτως οι θάνατοι αυξάνονται εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού. Η διαφοροποιημένη αυτή πορεία γεννήσεων και θανάτων είχε άμεσες επιπτώσεις και στο φυσικό ισοζύγιο καθώς το πλεόνασμα των γεννήσεων έναντι των θανάτων περιορίζεται συνεχώς μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2000 και γίνεται αρνητικό μετά το 2010.
Το Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών, ο καθηγητής δημογραφίας, Βύρων Κοτζαμάνης και η καθηγήτρια Οργάνωσης Ερευνών και Ανάλυσης δεδομένων, Αναστασία Κωστάκη, σε μια εμπεριστατωμένη μελέτη εξετάζουν το θέμα της «γονιμότητας των γενεών στην Ελλάδα και το περιβάλλον για την απόκτηση παιδιών τους» με τα στοιχεία να είναι άκρως ανησυχητικά.
Από τους αριθμούς γίνεται εύκολα αντιληπτή η σταθεροποίηση των γεννήσεων σε υψηλά επίπεδα την πρώτη μεταπολεμική εικοσαετία, η πτωτική τους πορεία μέχρι το 2000, η ανακοπή της τη δεκαετία του 2000 και, στη συνέχεια, η εκ νέου μείωση μετά το 2009.
Ο αριθμός των παιδιών που φέρνουν στον κόσμο οι γενεές
Από την επεξεργασία των στοιχείων είναι φανερές οι σημαντικές αλλαγές που χαρακτηρίζουν την γονιμότητα των γυναικών που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1930-35 και το 1995. Οι μεγαλύτερες από τις γυναίκες αυτές, όσες δηλαδή γεννήθηκαν από το 1930 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1950, έκαναν κατά μέσο όρο 2,25-2,00 παιδιά γύρω από τα 28 τους. Στη συνέχεια όμως, μετά από μια μικρή ανακοπή της πτωτικής πορείας, όσες γεννήθηκαν μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1950 άρχισαν εκ νέου να περιορίζουν τον αριθμό των παιδιών: 1,90 κατά μέσο όρο αυτές που γεννήθηκαν γύρω από το 1960 στα 26 τους και λιγότερα από 1,5 όσες έχουν γεννηθεί γύρω από το 1985 (αλλά σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία, στα 31,5 έτη).
Η πτώση αυτή της γονιμότητας που αποτυπώνεται και στην, μετά το 1980, μεγάλη μείωση των γεννήσεων συνδυάζεται με δυο σημαντικές αλλαγές:
ι) την μείωση των 3 και άνω γεννήσεων και
ιι) την προοδευτική αύξηση των γυναικών/ζευγαριών που δεν αποκτούν παιδιά, των ποσοστών δηλαδή ατεκνίας που απο 12-14% στις γενεές 1960 αυξάνεται στο 22-24% στις γενεές που γεννήθηκαν γύρω από το 1985.
Οι αλλαγές του περιβάλλοντος για τη δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση παιδιών στην Ελλάδα
Οι συγγραφείς της μελέτης επισημαίνουν, «όπως και στις άλλες ανεπτυγμένες χώρες, έτσι και στη χώρα μας, το περιβάλλον για την απόκτηση παιδιών έχει αλλάξει ριζικά τις τελευταίες δεκαετίες, με αποτέλεσμα και τον περιορισμό του αριθμού των παιδιών που κάνουμε».
Κάποιες χώρες ανέπτυξαν πολιτικές για την αντιμετώπιση του φλέγοντος ζητήματος, όχι όμως και η χώρα μας
Καταγράφονται: έξαρση του ατομικισμού και ανάδυση μιας επιθυμίας για αυτό-εκπλήρωση, ταχύτατη αστικοποίηση και μείωση του αγροτικού πληθυσμού, μαζική είσοδος της γυναίκας στην αγορά της εργασίας, αύξηση του χρόνου παραμονής –ιδιαίτερα των γυναικών- στο εκπαιδευτικό σύστημα, αυξημένες δυσκολίες σταθερής ένταξης στην αγορά εργασίας, δυσκολίες στην πρόσβαση σε κατοικία, αυξημένα εμπόδια -στις γυναίκες ιδιαίτερα- για τον συνδυασμό της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή, έμφυλες διακρίσεις, αύξηση του κόστους μεγαλώματος ενός παιδιού, διάχυση των σύγχρονων και αποτελεσματικών μεθόδων αντισύλληψης, και, πρόσφατα, σε κάποιες από τις χώρες του ευρωπαϊκού βορρά, άνοδος του «οικολογικού άγχους».
Η μελέτη του ΙΔΕΜ σημειώνει πως κάποιες χώρες έλαβαν έγκαιρα υπόψη τις αλλαγές αυτές και ανέπτυξαν, εκτός των άλλων, και πολιτικές τόσο για την άρση των έμφυλων διακρίσεων και των ασυμβατοτήτων ανάμεσα στην οικογενειακή και επαγγελματική ζωή όσο και για τον περιορισμό τους κόστους μεγαλώματος των παιδιών.
Στη χώρα μας οι αλλαγές δεν συνοδεύτηκαν μέχρι και πρόσφατα από την υιοθέτηση τέτοιων πολιτικών, η τελευταία δε υπερ-δεκαετής κρίση, με την αύξηση της ανεργίας των νέων, την μείωση των εισοδημάτων τους, την αύξηση των δυσκολιών σταθερής ένταξής τους στην αγορά εργασίας αλλά και του κόστους στέγασης και της ανασφάλειας για το μέλλον ενίσχυσαν τις προϋπάρχουσες δυσκολίες.
Είναι δυνατόν να αυξηθεί η γονιμότητα στις νεότερες γενεές;
Η απάντηση στο ερώτημα είναι «ναι» αλλά η επίτευξη του στόχου εξαιρετικά δύσκολη.
«Η αύξηση του αριθμού παιδιών που θα φέρουν στον κόσμο τις αμέσως επόμενες δεκαετίες οι νεότερες γενεές είναι εφικτή αν δημιουργηθεί ένα εξαιρετικά ευνοϊκό περιβάλλον για την απόκτησή τους» αναφέρει η μελέτη.
Τα όποια μέτρα ληφθούν θα πρέπει να είναι επικεντρωμένα στο παιδί και την οικογένειά του ανεξάρτητα από τη μορφή της (συμβίωση με ή χωρίς σύμφωνο, γάμος….) και να στοχεύουν κυρίως:
-Στη σημαντική μείωση του (άμεσου και έμμεσου) οικονομικού κόστους των παιδιών,
-στην εναρμόνιση της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή,
-στην άρση των έμφυλων διακρίσεων τόσο στον δημόσιο όσο και στην ιδιωτικό βίο,
-στην αύξηση όχι μόνον των ποσοστών απασχόλησής τους αλλά και των διαθέσιμων μισθών – εισοδημάτων τους,
-στη ταχύτατη επίλυση του στεγαστικού προβλήματος των νεότερων γενεών στα μεγάλα κυρίως αστικά κέντρα μέσω ενός εκτεταμένου προγράμματος κοινωνικής κατοικίας,
-στην άρση του κλίματος αβεβαιότητας και στη μερική προστασία από κινδύνους που ενδεχομένως θα αντιμετωπίσουν στο μέλλον οι νεότερες γενεές.
Καταλήγουν πως «θα πρέπει να προταχθούν των όποιων μέτρων όχι μόνον γενικοί άλλα και συγκεκριμένοι στόχοι που θα πρέπει να είναι συμβατοί με αυτούς συγγενών πολιτικών και να τεθεί και ο επιδιωκόμενος ορίζοντας επίτευξής τους (…). Χρειάζεται δε ταυτόχρονα να ληφθούν υπόψη όχι μόνο η διεθνής εμπειρία και οι τάσεις και εξελίξεις σε επίπεδο χώρας, αλλά και οι σημαντικές αποκλίσεις των δημογραφικών δεικτών από τους μέσους εθνικούς όρους σε περιφερειακό επίπεδο».