Τέσσερις μέρες μετά την στυγερή γυναικοκτονία στο Μενίδι και ενώ όλο αυτό το διάστημα δεν είχε πει ούτε μια συγγνώμη για το έγκλημα που διέπραξε, ο καθ’ ομολογίαν δράστης εμφανίστηκε το πρωί της Δευτέρας ενώπιον του ανακριτή στα δικαστήρια της πρώην σχολής Ευελπίδων και δήλωσε μετανιωμένος, σε μια προσπάθεια να αποφύγει την προφυλάκιση.
Ο 50χρονος υποστήριξε ότι έβαψε τα χέρια του με αίμα εν βρασμώ και επανέλαβε μια σειρά από ισχυρισμούς και δικαιολογίες που είχαν προκαλέσει οργή από την πρώτη μέρα, όταν μετά τη σύλληψή του προσπαθούσε να πείσει τους αστυνομικούς πως θύμα δεν ήταν η γυναίκα που σκότωσε αλλά ο ίδιος.
«Εγώ δούλευα και εκείνη μου έτρωγε τα λεφτά. Το πήρα απόφαση να σκοτώσω την γυναίκα μου»
«Την περίμενα, ήξερα πως θα πάει για δουλειά. Μόλις την είδα, έβγαλα το μαχαίρι και άρχισα να την χτυπάω. Το μαχαίρι σφήνωσε στο κορμί της και μόνο τότε σταμάτησα και έφυγα από το σημείο. Της το είχα πει πως θα την σκοτώσω, δε με άκουσε».
Στη φυλακή
Ο 50χρονος, μετά την απολογία του για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, της παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας, οδηγείται στις φυλακές Κορυδαλλού.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ομολόγησε, όπως και προανακριτικά, το έγκλημα και δήλωσε μετανιωμένος για την πράξη του.
Το μαρτυρικό τέλος της 40χρονης
Το παζλ της δολοφονίας συνθέτουν οι εικόνες από κάμερες ασφαλείας, με τον 50χρονο να ρίχνει στα σκουπίδια μια σακούλα που πιθανότατα περιείχε μπίρες και να φτάνει στον τόπο του εγκλήματος.
Το ρολόι δείχνει 51 λεπτά μετά τις πέντε τα ξημερώματα της περασμένης Πέμπτης και η 40χρονη εμφανίζεται στο σημείο της δολοφονίας. Φοράει ένα λευκό φούτερ και μόλις συνειδητοποιεί ότι μπροστά της βρίσκεται ο πρώην σύζυγός της, «παγώνει». Εκείνος, πριν βγάλει το μαχαίρι, της λέει να ανέβουν στο σπίτι για να μιλήσουν.
40χρονη: Τι έγινε; Πας καλά;
Δράστης: Πάμε πάνω στο σπίτι.
40χρονη: Δεν έχουμε καμιά δουλειά να πάμε στο σπίτι.
Αυτός ήταν και ο τελευταίος διάλογος που είχαν, πριν ο 50χρονος αρχίσει να τη μαχαιρώνει. Από τις φωνές, το νεαρό άτομο που βρίσκεται μόλις πέντε μέτρα μακριά τους, γυρίζει, και άθελα του γίνεται αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας. Αντιλαμβάνεται την ένταση, αλλά ακαριαία ο δράστης βγάζει το μαχαίρι που έχει μαζί του και με τουλάχιστον 15 μαχαιριές θα δολοφονήσει την πρώην γυναίκα του στη μέση του δρόμου.
«Μετά καθόμουν κι έπινα μπίρες…»
«Ξύπνησα το πρωί και πήγα στο συγκεκριμένο σημείο γιατί ήξερα ότι περνάει από εκεί στις 05.30 το πρωί. Όταν την είδα, έβγαλα το μαχαίρι και άρχισα να τη μαχαιρώνω. Στη συνέχεια έφυγα με τα πόδια και πήγα σε ένα ξενοδοχείο. Έκατσα λίγο εκεί και μετά πήγα με τα πόδια στην οικοδομή και ήπια κάτι μπίρες μέχρι που τελικά με συνέλαβαν», ανέφερε ο καθ’ ομολογίαν δράστης.
Ο 50χρονος ανέφερε στους αστυνομικούς πως γνώριζε τη διαδρομή που ακολουθούσε καθημερινά το θύμα. Το σπίτι της γυναίκας ήταν κοντά τόσο στο σημείο που έπεσε νεκρή όσο και στο διαμέρισμα που κάποτε έμενε με τον μετέπειτα δολοφόνο και πατέρα των παιδιών της.
«Δεν άντεχα να βλέπω τον φίλο της να οδηγεί το αμάξι μου. Εγώ δούλευα και εκείνη μου έτρωγε τα λεφτά. Το πήρα απόφαση να σκοτώσω την γυναίκα μου. Να κάνω εγώ δύο δουλειές για να μου τα τρώει;».
Τα καταγγελίες του θύματος για ενδοοικογενειακή βία
Παρά τις τρεις καταγγελίες της αδικοχαμένης γυναίκας στην Αστυνομία, ο 50χρονος όχι μόνο συνέχιζε να κυκλοφορεί ελεύθερος, αλλά απτόητος την παρακολουθούσε με στόχο να της επιτεθεί με την πρώτη ευκαιρία.
«Γενικότερα δεν ήμασταν ποτέ καλά, με είχε απειλήσει πολλές φορές και με είχε βαρέσει επίσης. Έχω καταγγείλει πολλά περιστατικά, αλλά όχι όλα. Εδώ και μία εβδομάδα, τον έχω δει ότι με παρακολουθεί, κάθεται με το αυτοκίνητό του έξω από το σπίτι μου και δεν γνωρίζω τον λόγο», είχε πει το θύμα.
Οι μαρτυρίες στενών συγγενών της 40χρονης συμπυκνώνουν τον Γολγοθά που ανέβαινε για χρόνια, χωρίς ουσιαστική βοήθεια από κανέναν. Η κηδεία της έγινε το Σάββατο στην Αλβανία, με τους δικούς της ανθρώπους να παραμένουν συντετριμμένοι. Μιλούν για μια συμφορά που κανείς τους δεν περίμενε.
«Την είχα προειδοποιήσει και συνέχιζε να με προκαλεί. Ήξερα την ώρα που θα φύγει από το σπίτι και την περίμενα. Μετά τη δολοφονία σκέφτηκα να κάτσω στο σημείο αλλά φοβήθηκα μη με σκοτώσει κάποιο αυτοκίνητο».
Την ώρα που τα ντοκουμέντα της τραγωδίας εξακολουθούν να συγκλονίζουν, οι σκέψεις όλων βρίσκονται στα δύο παιδιά της 40χρονης. Η κόρη που είδε τη μητέρα της νεκρή, παραμένει σε κατάσταση σοκ. Οι δικοί της προσπαθούν να την στηρίξουν, αν και τα όσα έζησε το παιδί είναι δύσκολο να σβήσουν από την ψυχή και την μνήμη του.
«Έχουμε να διευθετήσουμε νομικές λεπτομερείς, όπως η επιμέλεια του παιδιού, η αφαίρεση γονικής μέριμνας από τον δολοφόνο», λέει, μιλώντας στο MEGA, η δικηγόρος της οικογένειας της 40χρονης, Βούλα Δημητριάδου.
«Δεν γνωρίζω αν έχει εκδοθεί διαζύγιο στην Αλβανία, γιατί ο γάμος τελέστηκε εκεί».
«Άκουσα ότι ήταν η γυναίκα της ζωής του. Φανταστείτε να μην ήταν η γυναίκα της ζωής του τι θα έκανε. Η προμελέτη και η νηφάλια εκτέλεση ήταν αποδεδειγμένη σε όλα τα στοιχεία. Ποια μεταμέλεια υπέδειξε μετά την τέλεση της πράξης; Είναι ισχυρισμοί που δεν ευσταθούν», συμπληρώνει.