Για τον αρμόδιο υπουργό Δικαιοσύνης Γιώργο Φλωρίδη είναι ακόμη μία αυτονόητη μεταρρύθμιση που άργησε πολύ να θεσμοθετηθεί και υλοποιηθεί.
Για τα κόμματα της αντιπολίτευσης αλλά και για τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους των ανθρώπων που εμπλέκονται στην απονομή της δικαιοσύνης είναι μια θεσμική αλλαγή που θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που υποτίθεται ότι θα λύσει.
Ο λόγος για το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης που συζητιέται στη Βουλή και έχει ως αντικείμενο τη δημιουργία ενός νέου δικαστικού χάρτη της χώρας, με δύο βασικές αιχμές, την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας μέσα από την κατάργηση της διάκρισης ειρηνοδικείων και πρωτοδικείων, έτσι ώστε όλες οι υποθέσεις να εισάγονται σε πρωτοδικεία, και την αναδιαμόρφωση του χάρτη των δικαστηρίων με στόχο τη μείωση του συνολικού αριθμού τους, αναδιαμόρφωση που όμως περιλαμβάνει και τη διάσπαση του Πρωτοδικείου Αθηνών.
Η κυβερνητική επιχειρηματολογία όπως έχει εκτεθεί στο ίδιο το νομοσχέδιο και την αιτιολόγησή του όσο και σε δημόσιες παρεμβάσεις του ίδιου του αρμοδίου υπουργού, είναι ότι πρόκειται για μια ώριμη μεταρρύθμιση που σε συνδυασμό με άλλα μέτρα, όπως είναι η εξωδικαστική επίλυση διαφορών, θα οδηγήσει σε σημαντική επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης, επιμερίζοντας καλύτερα τις υποθέσεις και εξασφαλίζοντας ότι κάθε υπόθεση θα συζητιέται πολύ πιο γρήγορα.
Όμως, για τους εκπροσώπους των συνδικαλιστικών φορέων που εμπλέκονται στην απονομή δικαιοσύνης τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Μαργαρίτα Στενιώτη – πρόεδρος Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων: «Η εκτελεστική εξουσία βαδίζει βεβιασμένα και με προχειρότητα»
Το in απευθύνθηκε στην Πρόεδρο Εφετών και πρόεδρο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων κ. Μαργαρίτα Στενιώτη για να ζητήσει τη γνώμη της για τη συγκεκριμένη μεταρρύθμιση. Παραθέτουμε τη δήλωσή της:
«Η μεταρρύθμιση που επιχειρείται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, και η οποία ίσως σε λίγες ώρες να έχει λάβει τη μορφή νόμου, καθότι το σχετικό νομοσχέδιο εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής προς συζήτηση, αφορά δύο ζητήματα, το ζήτημα της αναμόρφωσης του Δικαστικού Χάρτη και το ζήτημα της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής Δικαιοσύνης, ζητήματα τα οποία συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Και στα δύο ζητήματα η εκτελεστική εξουσία βαδίζει βεβιασμένα και με προχειρότητα.
Τούτο αποδεικνύεται περίτρανα από την άτακτη υποχώρηση του Υπουργείου Δικαιοσύνης όσον αφορά την πρόθεσή του να καταργήσει πέντε Εφετεία της χώρας, εκ των οποίων κάποια είχαν συσταθεί μόλις το έτος 2012, εν μέσω μεγάλης οικονομικής κρίσης, όσο και από την άτακτη υποχώρηση όσον αφορά την εφαρμογή του Δικαστικού Χάρτη στην Περιφέρεια Αττικής, η οποία τοποθετείται την 15-9-2026, ήτοι δύο και πλέον έτη αργότερα.
Οι άνω υποχωρήσεις μαρτυρούν την έλλειψη σοβαρού σχεδιασμού όσον αφορά τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, καθότι δεν λαμβάνεται υπόψη η έλλειψη υποδομών, η έλλειψη ψηφιοποίησης, η υποστελέχωση των Δικαστηρίων από Δικαστικούς Υπαλλήλους, η μη έναρξη κατασκευής ακόμη των νέων Δικαστικών Μεγάρων Αθήνας και Πειραιά ενώ παραγνωρίζεται η νησιωτικότητα της χώρας μας, το ορεινό ανάγλυφο αυτής, οι συγκοινωνιακές συνθήκες, η ιδιαιτερότητα δικαστικών σχηματισμών (π.χ. ύπαρξη φυλακών στην περιφέρειά τους) κλπ. Το γεγονός ότι σε επαρχιακές πόλεις πραγματοποιούνται πολυπληθείς συγκεντρώσεις πολιτών διεκδικώντας το αυτονόητο, την ακώλυτη πρόσβαση στη Δικαιοσύνη, ότι οι Συλλειτουργοί της Δικαιοσύνης απέχουν από τα καθήκοντά τους και σε ποσοστό 90% απορρίπτουν το σχεδιασμό για τα έξι νέα περιφερειακά Πρωτοδικεία στην Αττική, ότι οι Δικαστικοί Υπάλληλοι διαμαρτύρονται για την εργασιακή τους ανασφάλεια και την υπερεργασία και ότι οι Δικαστικοί Λειτουργοί ομιλούν πλέον για «Διχαστικό Χάρτη» πρέπει να προβληματίσει ιδιαίτερα την εκτελεστική εξουσία.
Ένα σχέδιο νόμου για τη Δικαιοσύνη πρέπει να ενώνει και να συνθέτει. Το υπό ψήφιση σχέδιο νόμου, αντίθετα, διχάζει. Η βεβιασμένη δε ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής Δικαιοσύνης, δίχως να έχουν επιλυθεί πλείστα προβλήματα συνταγματικής φύσης, η παραπληροφόρηση, με το συνθηματικό τίτλο «στη μάχη επιπλέον 1.000 Δικαστές» και η απόκρυψη ότι πρόκειται για τους ήδη υπηρετούντες Δικαστικούς Λειτουργούς – Ειρηνοδίκες, που επί δέκα τρία χρόνια προστάτευσαν τους ευάλωτους πολίτες (υποθέσεις υπερχρεωμένων νοικοκυριών), η πλήρης απαξίωση του νομικού κόσμου είναι πραγματικότητα, πραγματικότητα που πλήττει το ίδιο το Κράτος Δικαίου. Η μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης απαιτεί σεβασμό των Συνταγματικών διατάξεων και δη αυτών που κατοχυρώνουν την ισότητα, την αναλογικότητα, τη Δικαστική Ανεξαρτησία και βέβαια το δικαίωμα ακώλυτης πρόσβασης του κάθε πολίτη στη Δικαιοσύνη, όπως αρμόζει σ’ ένα Κράτος Δικαίου, διαφορετικά θα πρόκειται για μία θνησιγενή μεταρρύθμιση.»
Δικηγόροι: όχι στον νέο δικαστικό χάρτη
Η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων τοποθετήθηκε ιδιαίτερα επικριτικά απέναντι στο νομοσχέδιο. Παρότι είδε θετικά την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, βλέπει αρνητικά τις υπόλοιπες προωθούμενες διατάξεις, θεωρώντας ότι «δεν οδηγούν στην επιτάχυνση της Δικαιοσύνης», καθώς «χωρίς την προηγούμενη ψηφιοποίηση της Δικαιοσύνης, χωρίς τη δημιουργία των απαραίτητων υλικοτεχνικών υποδομών και χωρίς την πρόσληψη του αναγκαίου αριθμού δικαστικών υπαλλήλων δεν είναι δυνατόν να επιταχυνθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός και ο εκσυγχρονισμός της Δικαιοσύνης».
Παράλληλα η «Ολομέλεια επαναλαμβάνει την πάγια θέση της για την διατήρηση όλων των Πρωτοδικείων της Χώρας ως έχουν σήμερα και εκφράζει την έντονη αντίθεσή της στις προωθούμενες ρυθμίσεις για την λειτουργία των «Παράλληλων Πρωτοδικείων», επισημαίνοντας ότι, πέραν της υποβάθμισης των συγκεκριμένων δικαστικών σχηματισμών, σε συνδυασμό με την λειτουργία των Περιφερειακών Πρωτοδικείων, δημιουργούνται μείζονα προβλήματα στη διαδικασία απονομής της Δικαιοσύνης ιδίως ως προς τη λειτουργία της εισαγγελικής αρχής (πρόβλεψη οργανικών θέσεων εισαγγελέων) και την άσκηση των ενδίκων μέσων».
Επίσης, εξέφρασε την «έντονη αντίθεσή της στην επιχειρούμενη διάσπαση των Πρωτοδικείων Αθηνών και Πειραιώς με την δημιουργία έξι (6) Περιφερειακών Πρωτοδικείων στην Αττική (πέραν των υφιστάμενων Πρωτοδικείων Αθηνών και Πειραιά), με αρμοδιότητα Μονομελούς Πρωτοδικείου, στη θέση των καταργούμενων Ειρηνοδικείων, γεγονός που δημιουργεί ιδιαίτερες δυσκολίες έως και αντικειμενική αδυναμία άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος ιδίως στους νέους δικηγόρους και στους δικηγόρους που δεν έχουν την δυνατότητα απασχόλησης συνεργατών».
Μάλιστα στο δημοψήφισμα που πραγματοποίησε ο ΔΣΑ μεταξύ των δικηγόρων της Αθήνας, η συντριπτική πλειοψηφία τοποθετήθηκε κατά. Ειδικότερα, με ποσοστό 90,14% ,οι οκτώ χιλιάδες οκτακόσιοι είκοσι ένας (8821) δικηγόροι της Αθήνας που συμμετείχαν στο δημοψήφισμα που οργάνωσε ο ΔΣΑ, απέρριψαν τον νέο δικαστικό χάρτη για την ίδρυση έξι νέων Πρωτοδικείων στην Αττική, που προωθεί το υπουργείο Δικαιοσύνης, με τον πρόεδρο του ΔΣΑ Δημήτρη Βερβεσό να δηλώνει, ανάμεσα στα άλλα, ότι οι δικηγόροι έστειλαν μήνυμα «σε όλους όσους διακηρύσσουν την ισοπέδωση των δικηγόρων ως νομοτελειακή εξέλιξη της όποιας διαφωνίας τους με τις καθεστωτικές λογικές. Τις ίδιες λογικές που πρυτάνευσαν στην επιβολή των αντικειμενικών κριτηρίων φορολόγησης και υπαγόρευσαν τις αναχρονιστικές ρυθμίσεις των νέων Ποινικών Κωδίκων».
Δικαστικοί υπάλληλοι: η πρόσβαση του λαού στη δικαιοσύνη θα καταστεί ακριβότερη και δυσκολότερη
Αντίθετοι είναι και οι δικαστικοί υπάλληλοι. Όπως αναφέρει η Ομοσπονδία τους: «Το κυβερνητικό σχέδιο, αν προχωρήσει, θα ορθώσει νέα εμπόδια στην πρόσβαση των πολιτών στη δικαιοσύνη, θα εξαναγκάσει πολίτες, δικηγόρους και δικαστικούς υπαλλήλους να μετακινούνται δεκάδες χιλιόμετρα, θα στερήσει από τους κατοίκους πολλών πόλεων της χώρας την άμεση πρόσβαση στα δικαστικά καταστήματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Παγκόσμια Τράπεζα σε σχετικό πόρισμά της αναφέρει ότι η πρόσβαση στη δικαιοσύνη διασφαλίζεται όταν ο χρόνος διαδρομής προς το δικαστήριο είναι μικρότερος από 2 ώρες! […] Η αναμόρφωση του δικαστικού χάρτη αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου σχεδιασμού που καθιστά την πρόσβαση του λαού στη δικαιοσύνη δυσκολότερη και ακριβότερη.»