Τα μεγάλα οφέλη για τα ελληνικά ομόλογα και τις μετοχές από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αποτυπώνει η Τράπεζα της Ελλάδος στη νέα έκθεσή της για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα, υπογραμμίζοντας τη σημαντική μείωση της απόδοσης των κρατικών ομολόγων, όπως και της διαφοράς (spread) με τους γερμανικούς τίτλους, την ισχυρή άνοδο που σημειώθηκε στο χρηματιστήριο και την πτώση της απόδοσης των τραπεζικών ομολόγων, με τις τράπεζες να αντλούν τους τελευταίους μήνες 2,8 δισ. ευρώ από τις αγορές.
Στο τέλος Μαρτίου 2024, η μέση απόδοση των 10ετών ελληνικών ομολόγων είχε υποχωρήσει στο 3,40%, ενώ το φθινόπωρο του 2022 ξεπερνούσε το 5%. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, μάλιστα, ότι η Ελλάδα, ενώ έχει μεγαλύτερο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ από την Ιταλία, έχει πλέον χαμηλότερη απόδοση στα 10ετή ομόλογα.
Ο κίνδυνος των ελληνικών κρατικών τίτλων, όπως αντανακλάται στα πενταετή ασφάλιστρα πιστωτικού κινδύνου (CDS), είναι πλέον σημαντικά μειωμένος. Το διάστημα Νοεμβρίου 2023 – Μαρτίου 2024 οι τιμές των CDS υποχώρησαν σημαντικά και διαμορφώθηκαν σε 62 μονάδες βάσης στα τέλη Μαρτίου 2024, από 86 μονάδες βάσης στις αρχές Νοεμβρίου 2023.
Η επιστροφή της χώρας στην επενδυτική κατηγορία έφερε χειροπιαστά και μετρήσιμα οφέλη για τα ελληνικά assets, σε μια περίοδο (Νοέμβριος 2023 – Μάρτιος 2024), όπου και στις διεθνείς αγορές επικράτησαν ανοδικές τάσεις. Όπως σημειώνει η ΤτΕ.
Οι παγκόσμιες συνθήκες
Την περίοδο Νοεμβρίου 2023-Μαρτίου 2024 επικράτησαν ανοδικές τάσεις για την πλειονότητα των χρηματιστηριακών δεικτών παγκοσμίως, γεγονός που επηρέασε θετικά και την ελληνική αγορά.
Στην άνοδο αυτή συνέτειναν η σταδιακή υποχώρηση των πληθωριστικών πιέσεων, ως αποτέλεσμα της άσκησης περιοριστικής νομισματικής πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες και της υποχώρησης των τιμών της ενέργειας, η ηπιότερη, σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις, επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης σε διεθνές επίπεδο, καθώς και η δημιουργία προσδοκιών αποκλιμάκωσης των βασικών επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών στο εγγύς μέλλον.
Στην Ελλάδα, κατά το διάστημα Αυγούστου – Δεκέμβριου 2023 τρεις εκ των τεσσάρων οίκων αξιολόγησης που αναγνωρίζονται από το Ευρωσύστημα αναβάθμισαν την πιστοληπτική διαβάθμιση της Ελλάδας στην επενδυτική κατηγορία, καθώς αξιολογήθηκε θετικά η ευνοϊκή δυναμική για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, η κυβερνητική δέσμευση για δημοσιονομική πειθαρχία και την έγκαιρη υλοποίηση ενός φιλόδοξου μεταρρυθμιστικού προγράμματος με επενδυτικό προσανατολισμό, η συνεχιζόμενη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, αλλά και η περαιτέρω βελτίωση των οικονομικών μεγεθών του ελληνικού τραπεζικού τομέα.
Θετικό κλίμα
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη βελτίωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των ελληνικών μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, το γενικότερα ευνοϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον, τη διαμόρφωση συνθηκών πολιτικής σταθερότητας, καθώς και τα ενθαρρυντικά στατιστικά στοιχεία για την απασχόληση με τη συνέχιση της μείωσης του ποσοστού ανεργίας, συνέβαλε καθοριστικά στην εμπέδωση θετικού κλίματος στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά.
Ως εκ τούτου, το διάστημα Νοεμβρίου 2023-Μαρτίου 2024 οι εγχώριοι χρηματιστηριακοί δείκτες ακολούθησαν σταθερά ανοδική πορεία και ο Γενικός Δείκτης τιμών του Χρηματιστηρίου Αθηνών (ΓΔΧΑ) σημείωσε υψηλό περίπου δέκα ετών το Μάρτιο του 2024 (1.434,87 μονάδες), αυξημένος κατά 19,9% σε σχέση με το Νοέμβριο του 2023.
Μειώνεται η απόδοση των ομολόγων
Την περίοδο που εξετάζει η ΤτΕ, δηλαδή από τον Νοέμβριο 2023 ως τον Μάρτιο 2024 διεθνώς μειώθηκαν οι αποδόσεις των ομολόγων, εν μέσω προσδοκιών για μειώσεις επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες. Για τα ελληνικά ομόλογα, ωστόσο, πρόσθετη ώθηση σε αυτή την πορεία μείωσης των αποδόσεων έδωσε η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
«Οι αποδόσεις των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου μειώθηκαν για όλες τις διάρκειες κατά το διάστημα Νοεμβρίου 2023 – Μαρτίου 2024, με τις αγορές να αποτιμούν θετικά και την ανάκτηση της επενδυτικής κατηγορίας για το αξιόχρεο της χώρας», σημειώνει η Τράπεζα της Ελλάδος και τονίζει ότι «η διαφορά της απόδοσης (spread) του δεκαετούς ομολόγου του Ελληνικού Δημοσίου έναντι του αντίστοιχου γερμανικού (Bund) μειώθηκε από 140 μονάδες βάσης στις αρχές Νοεμβρίου 2023 σε 109 μονάδες βάσης στα τέλη Μαρτίου 2024».
Στο τέλος Μαρτίου 2024, η μέση απόδοση των 10ετών ελληνικών ομολόγων είχε υποχωρήσει στο 3,40%, ενώ το φθινόπωρο του 2022 ξεπερνούσε το 5%. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, μάλιστα, ότι η Ελλάδα, ενώ έχει μεγαλύτερο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ από την Ιταλία, έχει πλέον χαμηλότερη απόδοση στα 10ετή ομόλογα.
Ο κίνδυνος των ελληνικών κρατικών τίτλων, όπως αντανακλάται στα πενταετή ασφάλιστρα πιστωτικού κινδύνου (CDS), είναι πλέον σημαντικά μειωμένος. Το διάστημα Νοεμβρίου 2023 – Μαρτίου 2024 οι τιμές των CDS υποχώρησαν σημαντικά και διαμορφώθηκαν σε 62 μονάδες βάσης στα τέλη Μαρτίου 2024, από 86 μονάδες βάσης στις αρχές Νοεμβρίου 2023.
Φθηνότερο χρήμα για τις τράπεζες
Το βελτιωμένο οικονομικό κλίμα και η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας επιτρέπουν πλέον στις τράπεζες να χρηματοδοτούνται από τις αγορές με πολύ χαμηλότερο κόστος. Η ΤτΕ σημειώνει ότι:
Οι αποδόσεις των ομολόγων των σημαντικών ελληνικών τραπεζών υποχώρησαν κατά το διάστημα Νοεμβρίου 2023 – Μαρτίου 2024, λόγω της ανάκτησης της επενδυτικής κατηγορίας για το αξιόχρεο της χώρας, της βελτίωσης των οικονομικών μεγεθών των τραπεζών, αλλά και της αναβάθμισης της πιστοληπτικής τους ικανότητας.
Οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας προσέδωσαν νέα δυναμική στην προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων, καθώς οι επενδυτές ήταν απρόθυμοι μέχρι πρόσφατα να τοποθετηθούν στη χώρα, δεδομένων των καταστατικών και θεσμικών περιορισμών. Ταυτόχρονα, η επίσπευση της αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από το μετοχικό κεφάλαιο των σημαντικών τραπεζών δημιούργησε κλίμα ευφορίας, που αποτυπώθηκε τόσο στις αποτιμήσεις των μετοχικών αξιών όσο και στις αποδόσεις των ομολογιακών εκδόσεών τους.
Στο πλαίσιο αυτό, οι ελληνικές τράπεζες προχώρησαν στην άντληση συνολικά 2,8 δισεκ ευρώ από την έκδοση ομολόγων τόσο χαμηλής όσο και υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας το διάστημα Νοεμβρίου 2023 – Μαρτίου 2024. Επισημαίνεται ότι η αποκλιμάκωση του κόστους άντλησης κεφαλαίων των τραπεζών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την προσπάθεια κάλυψης των εποπτικών υποχρεώσεων των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (Minimum Requirement for own funds and Eligible Liabilities – MREL). Συνεπώς, τυχούσες μελλοντικές αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής διαβάθμισης των τεσσάρων σημαντικών τραπεζών θα συμβάλουν περαιτέρω θετικά στην εν λόγω προσπάθεια.
Πηγή: ΟΤ