Σημαντικά μειωμένη εμφανίζεται η διαθεσιμότητα κακάο, λόγω της πενιχρής συγκομιδής στη Δυτική Αφρική, εκτοξεύοντας τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης πάνω από το ρεκόρ των 10.000 δολαρίων ανά μετρικό τόνο και πιέζοντας τα αποτελέσματα για τους προμηθευτές και τους ζαχαροπλάστες, αναφέρει το Bloomberg.
Οι έντονες καιρικές συνθήκες, οι ασθένειες των φυτών και τα χρόνια χαμηλών αμοιβών σε κόμβους καλλιέργειας κακάο έχουν πιέσει τους παραγωγούς σε τέτοιο σημείο, που η παγκόσμια παραγωγή αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 11% αυτή τη σεζόν. Αυτά είναι ιδιαίτερα άσχημα νέα για σοκολατοπαραγωγούς της Γερμανίας και της Ελβετίας, που φημίζονται για την κατασκευή κορυφαίας ποιότητας σοκολάτας και για την μεγαλύτερη κατά κεφαλή κατανάλωση παγκοσμίως.
«Η εξέλιξη αυτή αποτελεί ένα κάλεσμα αφύπνισης για πολλούς στον κλάδο, επειδή τα πράγματα προφανώς δεν μπορούν να συνεχιστούν όπως συνήθως», δήλωσε η Καρίν Στάινχοφ, που εργάζεται για την εταιρεία Georgia Ramon. «Στο μέλλον, η σοκολάτα θα μοιάζει περισσότερο με μικρή πολυτέλεια».
Το ανελέητο ράλι τιμών του κακάο οδηγεί τον πληθωρισμό των τροφίμων, αλλά υπάρχει επίσης φόβος ότι μπορεί να ωθήσει ορισμένους κατασκευαστές σε πτώχευση, επιτείνοντας την συρρίκνωση που πυροδότησε η πανδημία. Νωρίτερα φέτος, η γερμανική εταιρεία ζαχαροπλαστικής Hussel GmbH υπέβαλε εκ νέου αίτηση πτώχευσης λόγω των αυξανόμενων δαπανών για πρώτες ύλες και εργασία. Ανάλογη ήταν η πορεία της αυστριακής Mozartkugel που πτώχευσε το 2021 και αργότερα πουλήθηκε.
«Η συγκέντρωση στη βιομηχανία ζαχαροπλαστικής θα επιταχυνθεί περαιτέρω από αυτήν την αύξηση της τιμής του κακάο, επειδή δεν θα μπορούν όλοι να την μετακυλίσουν», δήλωσε ο Χέρμαν Μπουλμπέκερ, ιδιοκτήτης της Aachener Printen-und Schokoladenfabrik Henry Lambertz GmbH & Co. KG.
H βιομηχανία ζαχαροπλαστικής απασχολούσε περισσότερaα από 250.000 άτομα
Σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ελβετία, η βιομηχανία σοκολάτας, μπισκότων και ζαχαροπλαστικής απασχολούσε περισσότερους από 250.000 ανθρώπους το 2020 και δημιούργησε εξαγωγές αξίας περίπου 14 δισεκατομμυρίων ευρώ (15 δισεκατομμύρια δολάρια), σύμφωνα με τον εμπορικό όμιλο Caobisco που αντιπροσωπεύει περισσότερες από 13.000 εταιρείες.
Περίπου το 99% αυτών των μελών είναι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δεν διαθέτουν την κλίμακα και την επιρροή των εταιρειών που μπορούν να απορροφήσουν τις άγριες διακυμάνσεις των τιμών των βασικών εμπορευμάτων.
Ακόμη και ο μεγαλύτερος κατασκευαστής χύδην σοκολάτας στον κόσμο, η Barry Callebaut AG, παλεύει με τις αυξανόμενες τιμές του κακάο.
Η χρηματιστηριακή αξία της ελβετικής εταιρείας έχει πέσει κατακόρυφα περίπου 30% το περασμένο έτος και μείωσε περίπου το 18% του εργατικού δυναμικού της, κλείνοντας εργοστάσια κοντά στο Αμβούργο και στη Μαλαισία. Τα έσοδα για το πρώτο εξάμηνο του οικονομικού έτους 2024 ήταν πάνω από τις προσδοκίες, αλλά μια αρνητική ελεύθερη ταμειακή ροή 1,12 δισεκατομμυρίων φράγκων (1,2 δισεκατομμύρια δολάρια) δείχνει την επιβάρυνση κόστους των αγορών κακάο.
Η Georgia Ramon, μια μικρή εταιρεία παραγωγής σοκολάτας, εξυπηρετεί μια πελατεία που έχει συνηθίσει να πληρώνει υψηλότερες τιμές για τα specialty προϊόντα της. Ακόμη και έτσι, όμως, η εταιρεία εξετάζει άλλους τρόπους για να μειώσει το κόστος και να περιορίσει την επιβάρυνση των πελατών, σύμφωνα με την Στάινχοφ.
Αλλά για άλλους, η διαχείριση των υψηλότερων εξόδων μπορεί να αποδειχθεί πιο δύσκολη. Πολλοί ζαχαροπλάστες έχουν συμβάσεις με λιανοπωλητές για να πουλήσουν τα προϊόντα τους σε συγκεκριμένες τιμές. Όσοι δεν έχουν απόθεμα μπορεί να δυσκολευτούν να καλύψουν το κόστος τους.
Μεγαλύτερη απειλή για την μαζική αγορά
«Υπάρχει ακόμη μεγάλη ζήτηση για προϊόντα υψηλής ποιότητας, τόσο για δώρα όσο και για λιχουδιές», δήλωσε η Diana Gomes, ανώτερη αναλύτρια του Bloomberg. «Για περισσότερες μάρκες μαζικής αγοράς, που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανίας ζαχαροπλαστικής σοκολάτας, όμως, συμβαίνει το αντίθετο».
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της σοκολατοποιίας Lambertz που φτιάχνει αρτοσκευάσματα, όπως μελόψωμο με επικάλυψη σοκολάτας, που είναι απαραίτητα για τις γερμανικές παραδόσεις των γιορτών. Το κακάο και η ζάχαρη αποτελούν περίπου το 70% του κόστους των εμπορευμάτων και η εταιρεία δεν είναι ακόμη σίγουρη για το πόσο θα χρειαστεί να αυξήσει τις τιμές μέχρι το χειμώνα.
Ομοίως, η ελβετική Chocolats Camille Bloch SA ανακοίνωσε πρόσφατα αυξήσεις τιμών, αφού προσπάθησε να μειώσει το κόστος χωρίς να απολύσει υπαλλήλους πλήρους απασχόλησης. Η εταιρεία αποφάσισε το 2022 να προμηθεύεται ετησίως τους 400 τόνους κακάο από το Περού, το οποίο επηρεάζεται λιγότερο από τις αποτυχίες των καλλιεργειών και τα παράσιτα από τη Δυτική Αφρική, αλλά οι τιμές κακάο αυξήθηκαν παρόλα αυτά.
Η εταιρεία δεν διαθέτει μεγάλα αποθέματα και συνήθως αγοράζει κακάο περίπου τέσσερις μήνες νωρίτερα. Έχουν συμφωνίες για ορισμένες ποσότητες και ποιότητα κακάο, τα οποία στη συνέχεια αγοράζουν σε τιμές spot.
Πώς απειλείται η ταυτότητα των εταιρειών
Οι σοκολάτες που φέρουν το διακριτικό της «ελβετικής παραγωγής» πρέπει να πληρούν ορισμένα κυβερνητικά πρότυπα για τα τοπικά συστατικά – συμπεριλαμβανομένου του γάλακτος και της ζάχαρης – και να παράγονται σε σημαντικό βαθμό στην εγχώρια αγορά, όπου οι μισθοί είναι συνήθως υψηλότεροι από το εξωτερικό.
Ως γνωστόν, η Toblerone, που ανήκει στη Mondelez International Inc., αποφάσισε διαφορετικά και εγκατέλειψε το σήμα της με το όρος Matterhorn για φθηνότερη παραγωγή στη Σλοβακία. Η Chocoladefabriken Lindt & Sprungli AG και η Nestle SA χαρακτηρίζουν μόνο μερικά από τα προϊόντα τους ως ελβετικά, αφού μεταφέρουν μεγάλα τμήματα της παραγωγής τους αλλού.
Πηγή OT