Η συζήτηση για τα υπαρκτά προβλήματα βίαιων συμπεριφορών και μορφών εκφοβισμού μέσα στα σχολεία κινδυνεύει να μην ξεφύγει από την πεπατημένη της αντιμετώπισης των συμπτωμάτων, χωρίς προσπάθεια να αναμετρηθεί με τα αίτια που γεννούν και αναπαράγουν το φαινόμενο.
Δηλαδή, κινδυνεύει να μείνει μια συζήτηση που εντοπίζει μορφές παραβατικότητας και προσπαθεί να τις αποτρέψει επικεντρώνοντας στην αυστηρότητα των ποινών σε συνδυασμό με συστηματικές προσπάθειες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης.
Κατανοώ ότι όλα αυτά πιθανώς να δίνουν σε μερίδα των εκπαιδευτικών αλλά και των γονέων μια αίσθηση ανάκτησης του ελέγχου και πιθανώς και ένα κάποιο αίσθημα ασφάλειας, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι ολοένα και περισσότερο τείνουμε να αντιμετωπίζουμε – όχι πάντα αδικαιολόγητα – οτιδήποτε είναι έξω από τα στενά όρια της οικογενειακής εστίας ως εκ προοιμίου επικίνδυνο.
Όμως, το πρόβλημα δεν είναι ότι αυξανόμενα τμήματα του μαθητικού πληθυσμού δεν αναγνωρίζουν ότι ορισμένες συμπεριφορές είναι προβληματικές ή ότι αισθάνονται ότι έχουν ατιμωρησία.
Αυτό θα ισοδυναμούσε με «λήψη του ζητουμένου» ή θα παρέπεμπε στο συντηρητικό αντανακλαστικό ότι ούτως ή άλλως τμήματα της κοινωνίας είναι «προβληματικά».
Γιατί στην πραγματικότητα αυτό που αντιμετωπίζουμε είναι ο συνδυασμός ανάμεσα σε δύο παραμέτρους.
Η πρώτη αφορά μια πραγματική «κρίση του σχολείου» που αφορά τη διαρκή περικύκλωση και μερική άλωσή του όχι μόνο από πολλαπλές πηγές γνώσης πληροφοριών που υπονομεύουν το κύρος του, αλλά και από δυναμικές μιας αγοράς εργασίας που αυξάνει την επισφάλεια και αρκετές φορές διασπά τη σύνδεση ανάμεσα στην επένδυση στη γνώση και την ανοδική κοινωνική κινητικότητα.
Η δεύτερη αφορά την πολλαπλή «εκπαίδευση στη βία» από τις επιθετικές πολιτικής διάλυσης του κοινωνικού ιστού που επιβλήθηκαν την περασμένη δεκαετία, τη επίμονη αναπαραγωγή σεξιστικών και πατριαρχικών συμπεριφορών, αλλά και το γεγονός ότι ο ανταγωνισμός με κάθε τρόπο και με κάθε κόστος πολύ συχνά προβάλλεται ως η ενδεδειγμένη μεθοδολογία κοινωνικής ανέλιξης, την ώρα που η συλλογικότητα όχι μόνο απαξιώνεται αλλά ενίοτε ακόμη και ποινικοποιείται.