«Το νερό είναι δημόσιο αγαθό αλλά αυτό δεν σημαίνει «δεν πληρώνω» ούτε σπατάλη», τόνισε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Λευτέρης Αυγενάκης, στο πλαίσιο συζήτησης στο 9ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, στο πάνελ με θέμα: «Νερό: ένας κοινόχρηστος πόρος, μια αυξανόμενη πρόκληση».
«Το καμπανάκι κινδύνου έγινε καμπάνα. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρχε πολιτική νερού», είπε ο υπουργός σημειώνοντας ότι στο παρελθόν γίνονταν έργα ακόμα και για πολιτικούς λόγους, χωρίς να υπολογίζεται ότι το αντιπλημμυρικό έργο για μια περιοχή ήταν… πλημμυρικό για κάποια άλλη.
«Να τελειώσουμε με τα ψέματα. Να λέμε αλήθειες. Αυτό το παραμύθι πρέπει να τελειώνει. Να σταματήσουμε να φοβόμαστε το πολιτικό κόστος. Εδώ το πράγμα έχει φτάσει στο μηδέν. Πρέπει να κάνουμε πολιτική νερού. Ο Ενιαίος Φορέας Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας είναι ένα απολύτως χρήσιμο εργαλείο. Εφαρμόζεται για πρώτη φορά κι έρχεται να εφαρμοστεί βίαια. Ωριμάσαμε πολύ γρήγορα γιατί δεν είχαμε άλλη επιλογή. Αυτός ο Ενιαίος φορέας θα είναι οδηγός μας για τις υπόλοιπες Περιφέρειες της χώρας», είπε και ανακοίνωσε ότι μέσα στον επόμενο ενάμιση χρόνο ο φορέας διαχείρισης υδάτων στη Θεσσαλία θα βρίσκεται σε πλήρη λειτουργία. Σημείωσε, ακόμη, ότι μετά την Θεσσαλία ο Ενιαίος Φορέας για τη διαχείριση των υδάτων θα υλοποιηθεί σε Κρήτη, Πελοπόννησο και Δυτική Ελλάδα.
Ο υπουργός τόνισε ότι απαιτούνται διαβαθμισμένα έργα, δηλαδή φράγματα, προ- φράγματα, λιμνοδεξαμενές. Έργα που το ένα θα λειτουργεί συμπληρωματικά του άλλου.
Μέσα στον επόμενο ενάμιση χρόνο ο φορέας διαχείρισης υδάτων στη Θεσσαλία θα βρίσκεται σε πλήρη λειτουργία, ανακοίνωσε ο κ. Αυγενάκης
Οι χρηματοδοτήσεις
Σε ό,τι αφορά στις χρηματοδοτήσεις, έκανε αναφορά στο πρόγραμμα «Ύδωρ 2.0» μέσω του οποίου προγραμματίζονται αρδευτικά έργα ύψους 4 δισ. ευρώ. Ήδη έξι έργα 675 εκατ. ευρώ βρίσκονται στη φάση κατοχύρωσης αναδόχου, καθώς και σε νέο πρόγραμμα που θα αφορά λιμνοδεξαμενές σε νησιά. Θύμισε δε ότι το πρώτο πρόγραμμα για λιμνοδεξαμενές στα νησιά είχε ξεκινήσει το 1993 επί Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και είχε διακοπεί βιαίως.
Όπως είπε ο υπουργός «πολλά δεν πήγαν καλά τα προηγούμενα χρόνια στο θέμα του νερού. Ο Daniel μας ξεγύμνωσε, είδαμε πράγματα που δεν φανταζόμαστε και μας έδειξε ότι είμαστε πολύ πίσω.Mας έκανε να πάμε γρήγορα μπροστά. Μάθαμε ότι τελικά έχουμε πολλά προβλήματα, ανομοιογένεια σε υποδομές». Αναφέρθηκε στη μελέτη της HVA την οποία χαρακτήρισε υπόδειγμα και οδηγό για να προχωρήσει η πολιτική ηγεσία του τόπου σε αποφάσεις. «Καλούμαστε να δούμε το θέμα του νερού υπεύθυνα. Οι προτεραιότητες μπήκαν βίαια και πρέπει να τις υλοποιήσουμε», είπε, γιατί «η κλιματική κρίση ήρθε και θα μείνει. Το νερό λιγοστεύει και η κλιματική κρίση δημιουργεί συνεχώς νέα δεδομένα», πρόσθεσε.
Σε κάθε περίπτωση είμαστε αποφασισμένοι, υπογράμμισε, να προχωρήσουμε μπροστά γιατί η κλιματική κρίση ήρθε και θα μείνει και δημιουργεί συνεχώς νέα δεδομένα. Η Ευρώπη αργεί χαρακτηριστικά, όμως εμείς επιδιώξαμε και πετύχαμε συμμαχίες με τις εννέα ευρωπαϊκές χώρες της Μεσογείου με τις οποίες έχουμε διαπιστώσει ότι έχουμε πολλά κοινά προβλήματα να αντιμετωπίσουμε, πρόσθεσε.
Οι συμμαχίες
Ο υπουργός αναφέρθηκε στις συμμαχίες που η χώρα μας οικοδόμησε στην ΕΕ μέσω της Eumed-9 και του ΕΛΚ για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών και τόνισε ότι «πρέπει να λειτουργήσουμε υπεύθυνα και σε συνεργασία με την ακαδημαϊκή κοινότητα».
Βρισκόμαστε, είπε ο κ. Αυγενάκης, αντιμέτωποι με την εξής αντιφατική συνθήκη.
Από τη μια έχουμε τις καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής κρίσης στην υγεία του εδάφους με αποτέλεσμα τεράστιες εκτάσεις να απειλούνται με ερημοποίηση με παράλληλη μείωση των διαθέσιμων υδάτινων αποθεμάτων και από την άλλη έχουμε τις προβλέψεις σύμφωνα με τις οποίες η αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, απαιτεί αντίστοιχη αύξηση της παραγόμενης τροφής κατά 60% μέχρι το 2050.
Αντίστοιχα η παραγωγή του νερού αναμένεται να αυξηθεί κατά 10% στην ίδια χρονική περίοδο μέχρι το 2050 και αυτό υπό την βασική προϋπόθεση της συνεχούς βελτίωσης των υποδομών άρδευσης.
Όπως καταλαβαίνετε, πρόκειται για μια εξίσωση για δυνατούς λύτες, η οποία δεν αφορά στο μακρινό μέλλον αλλά στο αύριο και φυσικά μας αφορά όλους.
Συνεπώς χρειαζόμαστε μια ολιστική αντιμετώπιση του ζητήματος των υδάτων, με καίριες παρεμβάσεις που θα εξασφαλίσουν επάρκεια μακροπρόθεσμα.