Μαγνησια

Από τον καφενέ της Μακρινίτσας στο κοσμοπολίτικο Παρίσι ο “δικός” μας Θεόφιλος


Από τον καφενέ της Μακρινίτσας στο κοσμοπολίτικο Παρίσι ο “δικός” μας Θεόφιλος

Από τον καφενέ της Μακρινίτσας στο κοσμοπολίτικο Παρίσι ο “δικός” μας Θεόφιλος

Η Μακρινίτσα του Πηλίου εκτός από έναν από τους ωραιότερους παραδοσιακούς οικισμούς, σκαρφαλωμένη στους πρόποδες του μυθικού βουνού των Κενταύρων, με θέα το ανεμπόδιστο γαλάζιο του Παγασητικού Κόλπου, εκτός από τον σπουδαίο και ενεργό επαναστατικό ρόλο της στην απελευθέρωση της πατρίδας μας από τον οθωμανικό ζυγό και την συμμετοχή της στον αγώνα του 1821, είναι ένας τόπος που σου επιφυλάσσει εκπλήξεις και συγκινήσεις.

Σου δείχνει τον πλούτου του τόπου μας και σε οδηγεί στην συναισθητικότητα που προκαλεί το μπόλι των ιδεών και του μεγαλείου των ανθρώπων που ζουν ουσιαστικά στο ελληνικό τοπίο.

Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ο αυτοδίδακτος ζωγράφος γεννημένος από το ελληνικό τοπίο είναι ένας από τους ανθρώπους που ένωσαν τούτη τη χώρα, τούτο τον τόπο με άλλες χώρες, άλλες κουλτούρες και …άνοιξε φτερά και ταξίδεψε για παράδειγμα από την Μακρινίτσα στο πολύβουο Παρίσι.

Από το καφενείο της Μακρινίτσας στο Μουσείο του Λούβρου (3 Ιουνίου 1961). Όταν βρεθείς στην Μακρινίτσα και θελήσεις να ξεκουραστείς από τις ανηφοριές της, τότε ο Θεόφιλος θα σε περιμένει, αφού η τοιχογραφία του κοσμεί τον μεγαλύτερο τοίχο του παραδοσιακού καφενείου, στο “ιστορικό διατηρητέο μνημείο” της Μακρινίτσας, ως ένα ζωντανό μουσείο.

Από τον καφενέ της Μακρινίτσας στο κοσμοπολίτικο Παρίσι ο “δικός” μας Θεόφιλος

Ο μεγάλος αρχιτέκτονας Λε Κορμπυζιέ (Le Corbuisier) γράφει για το Θεόφιλο σε ένα άρθρο του μεταξύ άλλων :

“…Είναι ζωγράφος γεννημένος από το ελληνικό τοπίο. Μέσω του Θεόφιλου, ιδού το τοπίο και οι άνθρωποι της Ελλάδας: κοκκινόχωμα, πευκότοπος και ελαιώνας, θάλασσα και βουνά των θεών, άνθρωποι που λούονται σε μια τολμηρά επικίνδυνη ηρεμία…”.

Ο Οδυσσέας Ελύτης γράφει για τον Θεόφιλου του Λούβρου

Επιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι. Και καθώς βγήκα να χαζέψω στους δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήτανε, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε, η μεγάλη “αφίσα” της έκθεσης Θεόφιλου που είχε ανοίξει, ακριβώς εκείνη την εβδομάδα, στις αίθουσες του Λούβρου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Ε λοιπόν ναι, υπήρχε δικαιοσύνη σ’ αυτό τον κόσμο. (…) Στις μεγάλες αίθουσες του Λούβρου, καθώς τριγύριζα τώρα και ξανακοίταζα τα έργα αυτά, ένιωθα κοντά στο αίσθημα της υπερηφάνειας, τ’ ομολογώ, κι ένα άλλο αίσθημα ξεριζωμού, κάτι σαν αυτό που είχα νιώσει στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου με τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Μοιραία, συλλογιζόμουνα τα περισσότερα απ’ αυτά θα σκόρπιζαν μια μέρα στις συλλογές της Ευρώπης ή της Αμερικής. Και το άλλο βράδυ, καθώς έτρωγα με τον Teriade, του το εξομολογήθηκα. Πήρε ένα ύφος παράξενο, με κοίταξε στα μάτια κι αντί να μου αποκριθεί, με ρώτησε αν είχα σκοπό, τώρα που επέστρεφα στην Ελλάδα, να πάω στη Μυτιλήνη. Θα είχε, λέει, μια θερμή παράκληση να μου κάνει: να πληροφορηθώ και να του γράψω αν, ανάμεσα στη Χώρα και στη Βαρειά, βρισκότανε κανένα οικόπεδο κατάλληλο για Μουσείο. “Μουσείο;” ρώτησα ξαφνιασμένος. “Ναι, για το Μουσείο Θεόφιλου” μου αποκρίθηκε ήρεμα.

Από τον καφενέ της Μακρινίτσας στο κοσμοπολίτικο Παρίσι ο “δικός” μας Θεόφιλος

Ο Γιώργος Σεφέρης μιλάει για τον Θεόφιλο στην ομιλία του για τον Μακρυγιάννη:

«…Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Τον έλεγαν Θεόφιλο. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του. Υπάρχουν στον Άνω Βόλο κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από το χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που δείχνουν το πέρασμά του -αν σώζουνται ακόμη. Ο κόσμος τον περιγελούσε. Του έκαναν μάλιστα και αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μιαν ανεμόσκαλα και του ‘σπασαν ένα δυο κόκαλα. Ο Θεόφιλος, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει σε ό,τι έβρισκε. Είδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σε κάμποτο, πάνω σε πρόστυχο χαρτόνι. Τους θαύμαζαν κάτι νέοι που τους έλεγαν ανισόρροπους οι ακαδημαϊκοί. Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε μ’ ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα. Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό…»

Από τον καφενέ της Μακρινίτσας στο κοσμοπολίτικο Παρίσι ο “δικός” μας Θεόφιλος





Source link

sporadesnews
the authorsporadesnews

Αφήστε μια απάντηση