Ανέκαθεν οι κεντρικές τράπεζες θεωρούσαν την ανεξαρτησία τους ιερή, και αυτό είναι κάτι το οποίο προβάλλουν και υπερασπίζονται και οι περισσότερες δυτικές κυβερνήσεις ανά τον κόσμο, τουλάχιστον φαινομενικά και σε επίπεδο ρητορικής. Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τονίζει συχνά ότι ότι δεν θα μπορούσε να στοχεύσει με επιτυχία τον πληθωρισμό χωρίς αυτήν.
Ωστόσο, οι υπεύθυνοι χάραξης νομισματικής πολιτικής αρχίζουν να δοκιμάζουν αυτή την ανεξαρτησία καθώς αντιμετωπίζουν την απειλή από τους λαϊκιστές σε μια χρονιά εκλογών σε όλο τον κόσμο.
Το Bloomberg, σε εκτενές του δημοσίευμα, αναφέρεται στη περίπτωση της Ζαμπίνε Μάουντερε, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Bundesbank, η οποία ήταν εκ των κεντρικών ομιλητών σε αντιφασιστική διαδήλωση στην κεντρική πλατεία της Φρανκφούρτης, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την άνοδο του ακροδεξιού AfD. Τέτοιες συγκεντρώσεις είναι συνηθισμένες φέτος σε όλη τη Γερμανία, αλλά το να μιλήσει ένας κεντρικός τραπεζίτης είναι «ασυνήθιστο» και συχνά επικίνδυνο. Η 53χρονη τραπεζίτης, έμελλε να πρωταγωνιστήσει στην πιο επίμαχη πολιτική συζήτηση που έχει αντιμετωπίσει η Γερμανία εδώ και χρόνια. «Οι αντιδημοκρατικές ομάδες διχάζουν την κοινωνία μας», είπε στα πλήθη που συγκεντρώθηκαν στη Φρανκφούρτη. «Βλάπτουν τη φήμη της Γερμανίας στον κόσμο».
Τα καταστατικά της Bundesbank —όπως αυτά της ΕΚΤ— έχουν σχεδιαστεί για να προστατεύουν τους κεντρικούς τραπεζίτες από την παρέμβαση δημοκρατικά εκλεγμένων αξιωματούχων και όχι το αντίστροφο. Το ταμπού ενάντια σε αυτούς τους τεχνοκράτες που εμπλέκονται στην πολιτική λειτουργεί κυρίως ως συμβατικό θέμα και αρχίζει να ξεφτίζει.
Η Ζαμπίνε δεν είναι η μόνη: φέτος ο πρόεδρος της Bundesbank, Γιοαχίμ Νάγκελ και το μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, Ιζαμπέλ Σνάμπελ συμμετείχαν και οι δύο σε διαδηλώσεις όπως αυτή στην οποία μίλησε η Μάουντερερ. Και η ίδια η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, έχει πάρει θέση για ένα θέμα, το οποίο αποφεύγουν οι πιο προσεκτικοί συνάδελφοί της, αναφερόμενη συχνά στην «απειλή» που θα αποτελούσε η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ για την ευρωπαϊκή σταθερότητα.
Μη πολιτικές…
Οι κεντρικές τράπεζες βαπτίζουν τις τοποθετήσεις αυτές «ως μη πολιτικές»: «Η δέσμευση της Sabine Mauderer και του Joachim Nagel κατά της ξενοφοβίας και του αποκλεισμού είναι σύμφωνη με την ανεξαρτησία της γερμανικής Bundesbank», είπε ένας εκπρόσωπος, απαντώντας σε ερωτήσεις του Bloomberg. «Ως εκπρόσωποι μιας μεγάλης ομοσπονδιακής υπηρεσίας, θεωρούν καθήκον τους να υπερασπιστούν τις βασικές δημοκρατικές αξίες της χώρας μας».
Η υπεράσπιση των δημοκρατικών αρχών πρέπει ουσιαστικά να είναι αδιαμφισβήτητη.
Τα μάθημα Τραμπ
Αλλά ένα άλλο μάθημα που άντλησαν οι Ευρωπαίοι από την προεδρία Τραμπ είναι ότι αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Στη Γερμανία, ειδικότερα, το επιχείρημα ότι η λήψη θέσης κατά της ξενοφοβίας και του αποκλεισμού συνιστά αστικό καθήκον περιπλέκεται από την παρουσία ενός πολιτικού κόμματος που καθιστά και τα δύο αυτά στοιχεία κεντρικά στην προσφορά του στους ψηφοφόρους.
Πολύ περισσότερο όταν ένα τεράστιο κομμάτι του πληθυσμού σπεύδει να το στηρίξει. Το AfD ή Εναλλακτική για τη Γερμανία, του οποίου η ακροδεξιά πολιτική κάποτε θεωρούνταν μια περιθωριακή ανησυχία, έχει σκαρφαλώσει πρόσφατα στη δεύτερη θέση στις εθνικές δημοσκοπήσεις.
Όσον αφορά το θέμα της ομιλίας, η ΕΚΤ ακολουθεί παρόμοια γραμμή με τη γειτονική της Φρανκφούρτη. «Τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, ως εκπρόσωποι ενός θεσμικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποστηρίζουν και υπερασπίζονται τις αξίες της ΕΕ όπως ο αμοιβαίος σεβασμός, η αξιοπρέπεια και η ελευθερία από διακρίσεις», είπε ένας εκπρόσωπος.
Ορισμένοι αναλυτές αντιμετωπίζουν αυτές τις ενέργειες λίγο διαφορετικά.
Αυτοσυντήρηση
«Πρόκειται για αυτοσυντήρηση», σχολιάζει η Leah Downey, ακαδημαϊκός στο Πανεπιστήμιο του Cambridge που γράφει για την πολιτική της νομισματικής πολιτικής. «Όλη την ώρα η κεντρική τράπεζα μεταμορφώνει σε τεχνοκρατικές τις πολιτικές αποφάσεις. Τώρα οι λαϊκιστές αρχίζουν να αποτελούν απειλή για αυτό το τεχνοκρατικό προνόμιο, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να γίνουν ρητά πολιτικοί».
Μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις, η Λαγκάρντ ξέφυγε από τις κόκκινες γραμμές και ήταν ιδιαίτερα ειλικρινής σχετικά με το διακύβευμα. Όσον αφορά την μομφή της για τον πιθανό επόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ, είπε στο CNN ότι το να είναι «πολιτικά ορθή» στην ερώτηση Τραμπ συνεπάγεται τον «κίνδυνο να μην δούμε την πραγματικότητα και να προετοιμαστούμε γι’ αυτήν».
Η πρόεδρος της ΕΚΤ είπε ότι φοβάται ότι πρόκειται για καθεστώς τιμωρητικών δασμών, και έχει καλό λόγο. Σε περίπτωση που αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του, ο Τραμπ σχεδιάζει να βάλει στο στόχαστρο την ΕΕ με μια σειρά από επιθετικά εμπορικά μέτρα, ανέφερε το Bloomberg.
Αν και οι επιθέσεις στην ΕΚΤ από το εσωτερικό της ευρωζώνης των 20 εθνών ήταν σχετικά ακίνδυνες σε σύγκριση με ό,τι υφίστανται οι άλλες χώρες εκτός αυτής, η εξέταση αυτών των προηγούμενων μπορεί να ενθαρρύνει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να δουν την επίθεση ως την καλύτερη μορφή άμυνας. Από την Ταϊλάνδη μέχρι την Τουρκία, μια σειρά από διαμάχες υψηλού προφίλ σχετικά με την πίεση που ασκείται στους υπεύθυνους χάραξης νομισματικής πολιτικής έχει οξύνει τη συζήτηση.
Ο κίνδυνος
Στην Ευρώπη, ένας κίνδυνος είναι οι αξιωματούχοι να γίνουν στόχος των ίδιων εξτρεμιστών που επιδιώκουν να αποτρέψουν. Την Τρίτη, το AfD κατηγόρησε την Bundesbank ότι κοστίζει δισεκατομμύρια στους Γερμανούς φορολογούμενους με κακή διαχείριση του προγράμματος αγοράς ομολόγων – μια στρεβλή αντίληψη για το περίπλοκο ζήτημα της λογιστικής των κεντρικών τραπεζών, αλλά που μπορεί να βρει πρόσφορο έδαφος στους ψηφοφόρους.
Ιστορική νόρμα
Η διάβρωση της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας είναι, σε κάποιο βαθμό, μια επιστροφή στην ιστορική νόρμα. Αν και ο Milton Friedman και άλλοι υποστήριξαν την ανεξαρτησία της νομισματικής πολιτικής από τους κυβερνητικούς στόχους ήδη από τη δεκαετία του 1960, έγινε πρότυπο σε μεγάλο μέρος του ανεπτυγμένου κόσμου μόλις τριάντα χρόνια αργότερα.
Ωστόσο, δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι πολιτικοί και οι κεντρικοί τραπεζίτες βρίσκονται σε αντίθεση αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με τον Volker Wieland, καθηγητή νομισματικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Goethe της Φρανκφούρτης και πρώην μέλος του γερμανικού συμβουλίου οικονομικών συμβούλων.
«Υπάρχουν στιγμές που η νομισματική πολιτική και οι δημοσιονομικές πολιτικές ευθυγραμμίζονται με τους στόχους τους», είπε — όπως κατά τη διάρκεια της πανδημίας. «Πιο πρόσφατα, ωστόσο, με τον υψηλό πληθωρισμό εν μέρει λόγω των επεκτατικών πολιτικών, χρειαζόταν νομισματική σύσφιξη για να διασφαλιστεί η σταθερή επιστροφή στη σταθερότητα των τιμών, ενώ οι δημοσιονομικές αρχές παρέμειναν απρόθυμες να υποχωρήσουν από τις επεκτατικές πολιτικές».
Διαχωρισμός
Ο διαχωρισμός μεταξύ νομισματικών και δημοσιονομικών αρμοδιοτήτων έγινε λιγότερο διακριτός κατά τη Μεγάλη Χρηματοπιστωτική Κρίση, την κρίση κρατικού χρέους που ακολούθησε και την πανδημία Covid-19. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής παρενέβησαν ως δανειστές έσχατης ανάγκης – όχι μόνο στις τράπεζες αλλά και στις κυβερνήσεις, αγοράζοντας τρισεκατομμύρια ευρώ χρέους που εκδόθηκαν για τη χρηματοδότηση πακέτων βοήθειας. Επί Λαγκάρντ, η ΕΚΤ έχει επίσης μεταπηδήσει στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, κάτι που ήταν —τουλάχιστον αρχικά— μια αμφιλεγόμενη πορεία.
«Αυτό που απομένει είναι μια γκρίζα περιοχή μεταξύ της πολιτικής και των κεντρικών τραπεζών που γίνεται ευρύτερη, πιο λασπώδης και πιο δύσκολη στην πλοήγηση», δήλωσε ο David Marsh, πρόεδρος του Επίσημου Φόρουμ Νομισματικών και Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων. Γι’ αυτό, είπε, «οι κεντρικοί τραπεζίτες πρέπει να σκεφτούν πολύ προσεκτικά τι λένε και να προσπαθήσουν να κάνουν τα πράγματα καλύτερα παρά χειρότερα».
Ο κώδικας δεοντολογίας της ΕΚΤ επιβάλλει την ανεξαρτησία των μελών της όχι για χάρη των πολιτικών αλλά λόγω κινδύνου για τη φήμη των ίδιων των θεσμών.
Κι αν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής κατηγοριοποιούν τις ενέργειές τους ως πολιτικές, τότε θα πρέπει να αντιμετωπίσουν το γεγονός ότι και οι άλλοι το κάνουν. Και οι πολιτικοί μπορεί να ενθαρρυνθούν ιδιαίτερα να πουν στους νομισματικούς αξιωματούχους να αποχωρήσουν όταν οι τελευταίοι υστερούν στις καθημερινές τους δουλειές.
«Πρέπει να έχουμε λιγότερη πολιτική και περισσότερη σταθερότητα τιμών», ήταν η συμβουλή προς τη Λαγκάρντ του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Ενγκίν Έρογλου νωρίτερα αυτή την εβδομάδα. «Όλα τα άλλα πρέπει να τα αφήσετε στους πολιτικούς».
Αντίδραση από τις ΗΠΑ
Οι δηλώσεις της προέδρου της ΕΚΤ για τον Τραμπ έχουν προηγούμενο στην παρέμβαση του πρώην προέδρου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης Γουίλιαμ Ντάντλεϊ, ο οποίος το 2019 προκάλεσε αντιδράσεις όταν έγραψε σε άρθρο γνώμης του Bloomberg ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής «πρέπει να εξετάσουν πώς οι αποφάσεις τους θα επηρεάσουν το πολιτικό αποτέλεσμα. 2020». Ο πρώην υπουργός Οικονομικών Λόρενς Σάμερς είπε τότε «ίσως να είναι η λιγότερο υπεύθυνη δήλωση ενός πρώην οικονομικού αξιωματούχου εδώ και δεκαετίες».
Οι πρόσφατες ατάκες της Λαγκάρντ κατά του Τραμπ δεν έχουν προκαλέσει παρόμοια οργή. Ίσως επειδή —όπως ισχυρίζεται το επιτελείο του πρώην Προέδρου— οι Αμερικανοί δεν νοιάζονται για «μια χούφτα ανθρώπων στην Ευρώπη». Ίσως γιατί ο κόσμος την έχει συνηθίσει να μην μασάει τα λόγια της. Και μπορεί εν μέρει να οφείλεται στο ότι η έννοια των κεντρικών τραπεζών ως apolitic ιδρυμάτων αρχίζει να προκαλεί όλο και λιγότερη αξιοπιστία.
Πηγή: ΟΤ