Η 5η Φεβρουαρίου σηματοδότησε μια νέα εποχή για την παγκόσμια πετρελαϊκή αγορά, ανασχεδιάζοντας τον εμπορικό χάρτη και αναδεικνύοντας νέους παίκτες: από την πρώτη Κυριακή του τρέχοντος μήνα τέθηκε σε ισχύ το εμπάργκο της της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα πετρελαϊκά προϊόντα, δύο μήνες μετά το εμπάργκο στο πετρέλαιο της Ρωσίας, σηματοδοτώντας την ολοκληρωτική απεξάρτηση της Ε.Ε. από το ρωσικό πετρέλαιο. ‘Η τουλάχιστον αυτός είναι ο αρχικός στόχος.
H Ευρώπη δείχνει να προσαρμόζεται στη νέα πραγματικότητα, και μάλιστα δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι έρχεται πιο κοντά στις πράσινες επιδιώξεις της…
Η αλλαγή αυτή βέβαια, απέχει πολύ από το είδος της «πράσινης μετάβασης» που οραματίστηκε η Ευρώπη για το μακροπρόθεσμο μέλλον της, με τις κυβερνήσεις να πληρώνουν ό,τι χρειάζεται για να εξασφαλίσουν LNG. Και ήταν επώδυνο, καθώς ο ενεργειακός λογαριασμός έφτασε πέρυσι περίπου 1 τρισ. δολάρια.
Ωστόσο, ακόμη και οι πιο αισιόδοξες αναλύσεις από τους ειδικούς και τους ηγέτες του ίδιου του μπλοκ στην αρχή του πολέμου απέτυχαν να προβλέψουν πόσο γρήγορα θα μπορούσε να κινηθεί η Ευρώπη. Πριν από ένα χρόνο, η Ευρώπη ξόδευε περίπου 1 δισ. δολάρια την ημέρα για να πληρώσει το φυσικό αέριο, το πετρέλαιο και τον άνθρακα που εισάγονταν από τη Ρωσία. Σήμερα, πληρώνει ένα μικρό κλάσμα αυτού του ποσού.
«Η Ρωσία μας εκβίασε απειλώντας να μειώσει τον ενεργειακό εφοδιασμό», δήλωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν νωρίτερα αυτό το μήνα, επισημαίνοντας ότι η Ευρώπη έχει απαλλαγεί εντελώς από την εξάρτησή της από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα. «Πήγε πολύ πιο γρήγορα από ότι περιμέναμε», σημείωσε.
Ο νέος παίκτης
Μέσα στο πλαίσιο αυτό η Ρωσία αναζητεί νέους δρόμους για το πετρέλαιό της, αναδεικνύοντας νέους παίκτες στην αγορά.
Τον Ιανουάριο, οι ινδικές εισαγωγές ρωσικού αργού πετρελαίου έφτασαν σε νέο ιστορικό υψηλό: αυξήθηκαν κατά 9,2% σε μηνιαία βάση σε ημερήσιο μέσο όρο 1,4 εκατομμυρίων βαρελιών. Αυτό το μήνα, οι εισαγωγές πετρελαίου της Κίνας από τη Ρωσία αναμένεται να φτάσουν σε ρεκόρ στα 1,66 εκατομμύρια bpd.
Συνολικά, η Ινδία και η Κίνα λαμβάνουν περισσότερες από τις μισές συνολικές ημερήσιες εξαγωγές αργού πετρελαίου της Ρωσίας, οι οποίες πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία ήταν κατά μέσο όρο περίπου 5 εκατομμύρια bpd.
Πολλά από αυτά απορροφούνταν από την Ευρώπη. Τώρα, η Ρωσία βρίσκει νέες αγορές. Και μια εντελώς νέα βιομηχανία εμπόρων πετρελαίου αναδύεται.
Η Energy Intelligence ανέφερε αυτόν τον μήνα ότι τουλάχιστον 20 εμπορικές εταιρείες —αλλά πιθανώς πολύ περισσότερες— στέλνουν ρωσικό πετρέλαιο σε όλο τον κόσμο, αντικαθιστώντας όλους τους μεγάλους παράγοντες της αγοράς εμπορευμάτων που αποχώρησαν από τη χώρα αφού η ΕΕ και η G7 άρχισαν να της επιβάλλουν κυρώσεις για εισβολή στην Ουκρανία.
Vitol, Trafigura, BP, Shell, Equinor άφησαν ό,τι δουλειά είχαν στη Ρωσία, αφήνοντας έναν κενό χώρο. Και από ό,τι δείχνουν τα στοιχεία δεν χρειάστηκε και πολύς χρόνος για να γεμίσει αυτός ο χώρος. Σύμφωνα με το oilprice.com νεοσύστατες εμπορικές εταιρείες, οι περισσότερες από τις οποίες ιδρύθηκαν πολύ πρόσφατα και εκτός Ευρώπης, κάνουν την εμφάνισή τους και δεν συναλλάσσονται σε δολάρια ή ευρώ.
Στοιχεία που παραθέτει η Energy Intelligence δείχνουν ότι οι συναλλαγές που πραγματοποιούν αυτές οι εταιρείες με ρωσικό πετρέλαιο και καύσιμα χρηματοδοτούνται από τράπεζες στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Τουρκία, καθώς οι ευρωπαϊκές τράπεζες και οι ευρωπαίοι traders έχουν βγει εκτός παιχνιδιού.
Οι κυρώσεις αλλά και το πλαφόν στην τιμή κρατούν μακριά Ευρωπαίους και τους Αμερικάνους, δίνοντας τη δυνατότητα σε άλλους να βγάλουν χρήματα.
Ο ρόλος του Ντουμπάι
Σύμφωνα με την έκθεση της Energy Intelligence, το μεγαλύτερο μέρος των νέων traders που εμπλέκονται στη μεταφορά ρωσικού αργού και καυσίμων σε όλο τον κόσμο εδρεύουν στο Ντουμπάι, αλλά και το Χονγκ Κονγκ είναι ένας σημαντικός κόμβος για τέτοιες συναλλαγές.
«Θα βλέπουμε όλο και περισσότερες τέτοιες εταιρείες, τα ονόματά τους θα συνεχίσουν να αλλάζουν και θα γίνεται όλο και πιο δύσκολο να γνωρίζουμε ποιος είναι πίσω από αυτές», αναφέρει στην Energy Intelligence ένας βετεράνος του εμπορίου πετρελαίου, ο οποίος δεν κατονομάζεται.
Ο σκιώδης στόλος
Μεγάλο μέρος του πετρελαίου και των καυσίμων της Ρωσίας σε αυτό το νέο εμπορικό περιβάλλον αποστέλλεται από έναν λεγόμενο σκιώδη στόλο δεξαμενόπλοιων αξίας περίπου 2,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, όπως έγραψε πρόσφατα το Bloomberg . Αυτό έχει ωθήσει τους ναύλους υψηλότερα για άλλη μια φορά και ορισμένοι στον κλάδο αρχίζουν να ανησυχούν για μόνιμη έλλειψη πλοίων για να μεταφέρουν άλλο πετρέλαιο και καύσιμα σε όλο τον κόσμο.
Σύμφωνα με την Trafigura, ο συνολικός αριθμός των δεξαμενόπλοιων που έχουν «δεσμευτεί» να μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο θα μπορούσε να φτάσει τα 600, εκ των οποίων τα 400 είναι δεξαμενόπλοια αργού. Και, σύμφωνα με ένα ανώτερο στέλεχος μιας εταιρείας δεξαμενόπλοιων, «αυτά τα πλοία θα είναι αφιερωμένα στο σκιώδες εμπόριο και de facto θα απομακρυνθούν από τις αγορές στις οποίες θα βρισκόμασταν».
Ο αριθμός των λεγόμενων «αόρατων» δεξαμενοπλοίων αυξήθηκε σημαντικά τους τελευταίους 12 μήνες, στον απόηχο των κυρώσεων και της επιβολής εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν ότι η Μόσχα εξακολουθεί να έχει ανάγκη τις υπηρεσίες του διεθνή στόλου τάνκερ για να μεταφέρει αργό πετρέλαιο στην Ινδία και την Κίνα από τα λιμάνια στις δυτικές ακτές.
Όπως μεταδίδει το Bloomberg, το μεγαλύτερο κομμάτι της δεκαετίας του 1990, η Μόσχα έχτιζε νέες υποδομές για την εξαγωγή πετρελαίου, παρακάμπτωντας τα πρώην σοβιετικά εδάφη. Μάλιστα, αυτή η πολιτική ήταν ιδιαίτερα εμφανές στη Βαλτική, όπου δημιουργήθηκαν δύο τερματικοί σταθμοί (Primorsk και Ust-Luga). Αυτά τα λιμάνια έστελναν περίπου 1,6 εκατομμύρια βαρέλια αργού την ημέρα και πριν από την εισβολή στην Ουκρανία, η μερίδα του λέοντος πήγαινε σε Ευρωπαίους πελάτες.
Η απώλεια της πλησιέστερης και μεγαλύτερης αγοράς αργού για τη Ρωσία, έχει αναγκάσει τη Μόσχα να εκτρέψει τα φορτία προς την Ασία, με δύο μόνο μεγάλους αγοραστές —την Ινδία και την Κίνα— να αποτελούν προορισμό για περισσότερο από το 90% των ποσοτήτων που εξάγονται. Η μέση απόσταση που διανύει τώρα ένα βαρέλι αργού από τους τερματικούς σταθμούς της Βαλτικής για διύλιση έχει αυξηθεί σε πάνω από 9.000 μίλια, αριθμός τριπλάσιος συγκριτικά με τις εποχές προ της εισβολής.
Στο πλαίσιο αυτό, τα μεγαλύτερα ταξίδια απαιτούν και περισσότερα πλοία, προκειμένου να διατηρηθεί ομαλά το επίπεδο των εξαγωγών. Γι’ αυτό και η Ρωσία ένωσε τις δυνάμεις της και με άλλους εξαγωγικούς «γίγαντες» όπως το Ιράν και η Βενεζουέλα, δημιουργώντας έναν μεγάλο «αόρατο» στόλο δεξαμενόπλοιων. Πρόκειται κυρίως για παλαιότερα δεξαμενόπλοια των οποίων οι νέοι ιδιοκτήτες είναι ως επί το πλείστον άγνωστοι και παίρνουν ένα αυξανόμενο μερίδιο των εξαγωγών της Ρωσίας.
Αντέχει η Ρωσία
Νωρίτερα αυτό το μήνα, η IEA ανέφερε ότι τόσο η παραγωγή πετρελαίου όσο και οι εξαγωγές της Ρωσίας έχουν αποδειχθεί εκπληκτικά ανθεκτικές στις δυτικές κυρώσεις. Ο επικεφαλής του τμήματος πετρελαιοβιομηχανίας και αγορών του οργανισμού, Τορίλ Μποσόνι, είπε στο CNBC ότι η ρωσική παραγωγή πετρελαίου είχε μειωθεί μόνο κατά 160.000 bpd από τα προπολεμικά επίπεδα και οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 400.000 bpd – μια μείωση που αντισταθμίστηκε εν μέρει από τις υψηλότερες εξαγωγές προς την Κίνα, την Ινδία και την Τουρκία.
Ο Μποσόνι σημείωσε, ωστόσο, ότι παρά την εκπληκτική αυτή ανθεκτικότητα, οι κυρώσεις λειτουργούν, ειδικά το ανώτατο όριο τιμών της G7 επειδή, χάρη σε αυτό, η Ρωσία βγάζει λιγότερα χρήματα από το πετρέλαιο της. Ωστόσο, το Bloomberg, στην έκθεσή του για τις κινεζικές εισαγωγές ρωσικού αργού, σημειώνει ότι «το αργό Urals και το αργό ESPO ήταν συνδεδεμένα με έκπτωση 13 και 8 δολαρίων το βαρέλι, αντίστοιχα, στο Brent σε βάση παράδοσης».
Αύξηση της ζήτησης
Η αγορά του πετρελαίου αναδεικνύεται σε παιχνίδι για γερούς παίκτες. Οι συσχετισμοί στη σκακιέρα αλλάζουν, και παρά τις πράσινες δεσμεύσεις, η ζήτηση δεν αναμένεται να μειωθεί.
Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) προβλέπει ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου αναμένεται να αυξηθεί κατά 2 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα (bpd) φέτος, λόγω της αύξησης της κατανάλωσης στην Κίνα μετά την επαναλειτουργία της οικονομίας και την άρση των περιορισμών της πανδημίας.
Σύμφωνα με την τελευταία της έκθεση η ΙΕΑ εκτιμά ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου θα φτάσει κατά μέσο όρο στο ρεκόρ των 101,9 εκατομμυρίων bpd, αυξημένη κατά 2 εκατομμύρια bpd από το 2022. Η αύξηση είναι 100.000 bpd υψηλότερη από την άνοδο κατά 1,9 εκατομμύρια bpd που ανέμενε ο οργανισμός πριν από έναν μήνα.
Ο διεθνής οργανισμός αναφέρει επίσης ότι η αναθέρμανση της ζήτησης πετρελαίου της Κίνας –με ανάπτυξη 900.000 bpd φέτος– και της υπόλοιπης περιοχής Ασίας-Ειρηνικού θα κυριαρχήσουν στην παγκόσμια ανάπτυξη το τρέχον έτος.
Πηγή: ΟΤ