Σε επιφυλακή βρίσκονται οι τράπεζες ενόψει της νέας συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ την ερχόμενη Πέμπτη, που είναι πιθανό να αυξήσει για μία ακόμη φορά τα επιτόκια στη ζώνη του ευρώ.
Μία τέτοια εξέλιξη θα επηρεάσει την πλειονότητα των υφιστάμενων δανειακών υπολοίπων, αλλά και το κόστος χρήματος στις νέες χρηματοδοτήσεις.
Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η στεγαστική πίστη. Κι αυτό διότι στα εξυπηρετούμενα ανοίγματα που είχαν εκταμιευθεί έως και το τέλος του 2022 έχει τεθεί πλαφόν για 12 μήνες σε όλα τα κυμαινόμενα επιτόκια, ενώ για όσους ενδιαφέρονται σήμερα να πάρουν δάνειο για την αγορά ακινήτου τα πιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν πολύ ελκυστικά σταθερά επιτόκια.
Ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης υποχώρησε στο -2,9% από -2,4% τον Ιούνιο
Από την άλλη όμως τα περισσότερα, σε ποσοστό μεγαλύτερο του 95%, επαγγελματικά και επιχειρηματικά δάνεια, είναι κυμαινόμενου επιτοκίου, συνδεδεμένα με τους διατραπεζικούς δείκτες euribor.
Τριπλή επίδραση
Στο πλαίσιο αυτό, η επίδραση από τις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής είναι τριπλή για τις τράπεζες:
Πρώτον, είναι πιθανό να εκδηλωθεί νέο κύμα πρόωρων αποπληρωμών από δανειολήπτες με επαρκή ταμειακά διαθέσιμα για τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του τραπεζικού τους χρέους. Πρόκειται για μία τάση που ξεκίνησε στις αρχές του 2023 και συνεχίζεται έως και σήμερα σε αξιοσημείωτο βαθμό.
Ενδεικτικά είναι τα τελευταία στοιχεία για την πορεία της πιστωτικής επέκτασης στη χώρα μας.
Σύμφωνα με αυτά, τον Ιούλιο ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων μειώθηκε σε 3% από 5,8% τον αμέσως προηγούμενο μήνα και η μηνιαία καθαρή ροή των δανείων της κατηγορίας ήταν αρνητική κατά 1,2 δισ. ευρώ.
Δηλαδή την υπό εξέταση περίοδο οι αποπληρωμές ξεπέρασαν κατά το ποσό αυτό τις νέες χορηγήσεις.
Ανάλογη είναι η εικόνα και στην επαγγελματική πίστη. Συγκεκριμένα, ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης υποχώρησε στο -2,9% από -2,4% τον Ιούνιο, με την καθαρή ροή να διαμορφώνεται σε αρνητικά επίπεδα (-78 εκατ. ευρώ).
Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες χάνουν τόκους από αξιόχρεους πελάτες, σε μία περίοδο που η περαιτέρω ενίσχυση της οργανικής τους κερδοφορίας αποτελεί ζητούμενο για την επιστροφή σε πλήρη κανονικότητα.
Νέα δάνεια
Δεύτερον, επηρεάζονται οι πωλήσεις νέων δανείων. Οι αυξητικές τάσεις στα επιτόκια καθιστούν πιο επιφυλακτικούς τους υποψήφιους δανειολήπτες.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τον περασμένο Ιούλιο το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο στις νέες χορηγήσεις προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις διαμορφώθηκε σε 6,15% έναντι μόλις 2,72% ένα χρόνο νωρίτερα.
Δηλαδή, όσοι ενδιαφέρονται σήμερα να λάβουν δάνειο καλούνται να πληρώσουν υπερδιπλάσια επιτόκια σε σύγκριση με το 2022. Κι αυτό πιέζει τις νέες εκταμιεύσεις.
Επισφάλειες
Τρίτον, ελλοχεύει ο κίνδυνος δημιουργίας νέων επισφαλειών.
Από τη μία πλευρά οι τράπεζες χάνουν, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, τους καλούς πελάτες που αποπληρώνουν πρόωρα τα δάνειά τους και από την άλλη κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωπες με έναν ακόμη κύκλο αύξησης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Μέχρι στιγμής, η επίδραση από την άνοδο των επιτοκίων στην ποιότητα του ενεργητικού τους είναι απολύτως ελεγχόμενη.
Ο βασικός λόγος είναι ότι η πλειονότητα των υφιστάμενων δανείων έχει χορηγηθεί την περασμένη δεκαετία, με ιδιαίτερα αυστηρούς όρους πιστοληπτικής αξιολόγησης, λόγω της κρίσης.
Επιπλέον, οι επιχειρήσεις έχουν συγκεντρώσει ρευστότητα μέσω των κρατικών προγραμμάτων στήριξης που έτρεξαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας και μετά το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης.
Παρ΄ όλα αυτά, υπάρχουν οφειλέτες, ειδικά στον τομέα των επαγγελματιών και των μικρότερων επιχειρήσεων, που πλήττονται από τον περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού και ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν προβλήματα στην εξυπηρέτηση του χρέους τους.
Για το λόγο αυτό, οι τράπεζες είναι έτοιμες να παρέμβουν με λύσεις ανακούφισης που μειώνουν έστω και σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα τις καταβαλλόμενες δόσεις. Οι σωρευμένες προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο βοηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Οι servicers
Από την άλλη όμως, πιο οριακά είναι τα πράγματα στα ρυθμισμένα δάνεια που βρίσκονται υπό το διαχειριστικό έλεγχο των servicers.
Κι αυτό διότι πρόκειται για πελάτες που αντιμετώπισαν σοβαρό πρόβλημα στο παρελθόν και ενδεχομένως το σχήμα αποπληρωμής του χρέους τους μετά την αναδιάρθρωσή του να μην είναι βιώσιμο μετά τις αυξήσεις στα επιτόκια.
Πηγή: ΟΤ