Την έντονη ανησυχία τους ότι οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας απειλούν την πράσινη μετάβαση της ΕΕ εκφράζουν με κοινή τους επιστολή το Climate Action Network (CAN) κα το Ευρωπαϊκό Γραφείο Περιβάλλοντος (EBB).
Στην επιστολή επισημαίνουν μεταξύ άλλων ότι οι προτάσεις που βρίσκονται στο τραπέζι προσφέρουν κάποιο περιθώριο -σε σχέση με τους ισχύοντες κανόνες- στα κράτη μέλη με χρέος ή έλλειμμα πάνω από τις τιμές αναφοράς να τα περιορίσουν, κάτι το οποίο χαρακτηρίζουν ως ευπρόσδεκτο. Υπογραμμίζουν ωστόσο, ότι οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις δεν φτάνουν ώστε να δημιουργήσουν τον δημοσιονομικό χώρο που απαιτείται για τα κράτη μέλη ώστε να είναι σε θέση να κάνουν τις οικονομίες τους πιο ανθεκτικές σε επερχόμενους κραδασμούς, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Είναι επίσης αβέβαιο σε αυτό το στάδιο εάν οι διατάξεις που βρίσκονται στο τραπέζι θα είναι επαρκείς για να αποφευχθεί η επιστροφή της λιτότητας και των περικοπών στις δημόσιες δαπάνες για περιβαλλοντικά και κοινωνικά ζητήματα σε πολλά κράτη μέλη.
Η επιστολή επισημαίνει επίσης θετικά στοιχεία σχετικά με το κλίμα στις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που πρέπει να διατηρηθούν και να ενισχυθούν, όπως η διατήρηση των αναφορών στο κλίμα και στους κοινωνικούς κοινούς στόχους εντός της ΕΕ, όπως η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και τα εθνικά σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα (NECPs ).
Ανησυχίες από την άποψη του κλίματος
Το σύνολο των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων για τις οποίες θα δεσμευτούν τα κράτη-μέλη προκειμένου να εξασφαλίσουν μεγαλύτερο χρόνο για τη μείωση του χρέους θα πρέπει να «ενισχύουν την ανάπτυξη» (άρθρο 13 του προτεινόμενου κανονισμού). Σύμφωνα με την επιστολή ωστόσο, αυτή η αναφορά στην ανάπτυξη χωρίς περιβαλλοντικά κριτήρια σημαίνει ότι ο δημοσιονομικός χώρος που δημιουργείται θα μπορούσε να καταλήξει να είναι επιζήμιος για το κλίμα και το περιβάλλον. Επιπλέον, στα συμπεράσματα του Συμβουλίου του Μαρτίου, οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ είχαν προτείνει να προστεθεί η «βελτίωση της ανθεκτικότητας» ως κριτήριο αξιολόγησης, αλλά αυτό δεν συμπεριλήφθηκε στην πρόταση της Επιτροπής. Αυτό θα επέτρεπε κυρίως να αποτιμηθούν οι επενδύσεις για την προσαρμογή του κλίματος, οι οποίες καθιστούν τα δημόσια οικονομικά πιο σταθερά και ανθεκτικά, αλλά ενδέχεται να μην δημιουργήσουν αύξηση του ΑΕΠ.
Τα ορυκτά καύσιμα
Οι προτάσεις που βρίσκονται στο τραπέζι δεν περιλαμβάνουν καμία αναφορά σε ορυκτά καύσιμα και άλλες επιβλαβείς για το περιβάλλον επιδοτήσεις, οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο τους κλιματικούς στόχους της ΕΕ και επιβραδύνουν την πράσινη μετάβαση, ενθαρρύνοντας τη ρύπανση, την αναποτελεσματική χρήση των πόρων και τη διάβρωση του φυσικού κεφαλαίου.
Αποτυγχάνοντας να ευθυγραμμίσουν τις δημόσιες δαπάνες με τους περιβαλλοντικούς στόχους, αυτές οι επιδοτήσεις αντιπροσωπεύουν επίσης σπατάλη πολύτιμων δημόσιων πόρων που θα μπορούσαν να διατεθούν για τη δίκαιη μετάβαση.
Οι προτάσεις δεν θα δημιουργήσουν επαρκή δημοσιονομικό χώρο ώστε τα κράτη μέλη να είναι σε θέση να μετριάσουν και να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή και να εξασφαλίσουν μια δίκαιη μετάβαση.
Σύμφωνα με την επιστολή, για τα κράτη μέλη που έχουν δημόσιο έλλειμμα κάτω από την τιμή αναφοράς 3% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος κάτω από την τιμή αναφοράς 60% του ΑΕΠ, ο μόνος στόχος που αναφέρεται είναι να διασφαλιστεί ότι το ονομαστικό έλλειμμα διατηρείται κάτω από την τιμή αναφοράς 3% του ΑΕΠ (άρθρο 7 παρ. 2 του Κανονισμού). Ωστόσο, μπορεί κάλλιστα, όπως συνέβαινε μέχρι τώρα, οι κυβερνήσεις με χαμηλό χρέος και έλλειμμα να μην ξοδεύουν αρκετά για τον δίκαιο μετασχηματισμό της οικονομίας και της κοινωνίας τους. Επίσης, δεν δίνονται τα απαραίτητα κίνητρα ώστε να επενδύσουν περισσότερα στον μετριασμό και την προσαρμογή του κλίματος, προκειμένου να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα και η σταθερότητα της οικονομίας της ΕΕ συνολικά.
Θετικά στοιχεία σχετικά με το κλίμα στις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που πρέπει να διατηρηθούν και να ενισχυθούν
Οι δύο φορείς προτείνουν να προστεθεί η υποχρέωση των κρατών μελών να ενσωματώσουν στα εθνικά τους σχέδια ένα πρόγραμμα σταδιακής και διαρκούς μείωσης των επιδοτήσεων ορυκτών καυσίμων με κοινωνικά δίκαιο τρόπο. Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ των φιλοδοξιών για το κλίμα και της ενέργειας των κρατών μελών και των δημοσίων οικονομικών πολιτικών – καθώς χωρίς το δεύτερο, το πρώτο θα παραμείνει κενές υποσχέσεις.
Και αυτό θα πρέπει να καλύπτει όλα τα εθνικά δημοσιονομικά-διαρθρωτικά σχέδια, άρα όλα τα κράτη μέλη και όχι μόνο εκείνα με επικίνδυνο χρέος ή έλλειμμα.
Έλλειμμα χρηματοδότησης
Επίσης σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του New Economics Foundation (NEF), οι νέοι κανόνες της ΕΕ θα εμπόδιζαν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες εκτός από τέσσερις να επενδύσουν αρκετά για να εκπληρώσουν τις δεσμεύσεις τους για το κλίμα του Παρισιού και να περιορίσουν την παγκόσμια θέρμανση στους 1,5 βαθμούς Κελσίου. Αυτές οι χώρες ισοδυναμούν με μόλις 10% του ΑΕΠ του μπλοκ.
Προκειμένου να επιτευχθούν οι πιο περιορισμένοι κλιματικοί στόχοι της ΕΕ για μείωση των εκπομπών κατά 55% έως το 2030, οι προτεινόμενοι κανόνες δανεισμού θα έχουν ως αποτέλεσμα 13 χώρες, που αντιπροσωπεύουν το ήμισυ του ΑΕΠ του μπλοκ, να μην μπορούν να επενδύσουν αρκετά.
Πράσινη ανισότητα
Η έκθεση της NEF υποστηρίζει ότι χωρίς αλλαγές στους κανόνες δανεισμού της ΕΕ ή νέα χρηματοδότηση σε επίπεδο ΕΕ για τη στήριξη κρατών μελών με υψηλότερο χρέος και ελλείμματα, οι πράσινες βιομηχανικές πολιτικές πιθανότατα θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερη οικονομική ανισότητα μεταξύ των χωρών. Υποστηρίζει επίσης ότι αυτό θα αποτρέψει ένα μεγάλο μέρος των κρατών μελών από το να είναι σε θέση να επενδύσουν αρκετά για να συμβαδίσουν με άλλες μεγάλες παγκόσμιες οικονομίες όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα.
Η έρευνα διαπιστώνει ότι, σύμφωνα με τους νέους κανόνες, η ΕΕ θα δει μεγαλύτερη απόκλιση μεταξύ των χωρών που έχουν το δημοσιονομικό περιθώριο να αυξήσουν τις επενδύσεις για το κλίμα και εκείνων που δεν έχουν. Η έκθεση διαπιστώνει ότι μόνο η Ιρλανδία, η Σουηδία, η Λετονία και η Δανία θα μπορούσαν πρακτικά να αυξήσουν τις δημόσιες επενδύσεις κατά 3% του ΑΕΠ και να παραμείνουν εντός των ορίων δαπανών της ΕΕ, γεγονός που θα τους επέτρεπε να εκπληρώσουν τις δεσμεύσεις του Παρισιού για το κλίμα. Ωστόσο, χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία και το Βέλγιο δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν ακόμη και ελάχιστες αυξήσεις στις επενδύσεις χωρίς σημαντική περικοπή άλλων δημόσιων δαπανών ή σημαντική αύξηση των φόρων προκειμένου να ενεργοποιηθούν οι απαραίτητες δαπάνες για το κλίμα.
Η έκθεση NEF διαπιστώνει ότι, σύμφωνα με τους προτεινόμενους κανόνες της ΕΕ:
- Μόνο τέσσερις χώρες, που αντιπροσωπεύουν μόλις το 10% του ΑΕΠ της ΕΕ, θα μπορούσαν πρακτικά να δαπανήσουν αρκετά για να επιτύχουν τους πιο φιλόδοξους στόχους που ορίζονται στη συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, προκειμένου να περιοριστεί η παγκόσμια θέρμανση στον 1,5C: Σουηδία, Ιρλανδία, Δανία και Λετονία.
- Πέντε χώρες θα μπορούσαν να αυξήσουν τις δαπάνες τουλάχιστον αρκετά για να επιτύχουν τους πιο περιορισμένους στόχους που έχει συμφωνήσει η ΕΕ για το κλίμα, αλλά όχι τις δαπάνες που απαιτούνται για την εκπλήρωση της συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα: Λουξεμβούργο, Βουλγαρία, Λιθουανία, Σλοβενία και Εσθονία.
- Πέντε ακόμη χώρες θα μπορούσαν να αυξήσουν τις δαπάνες αρκετά για να επιτύχουν τους κλιματικούς στόχους της ΕΕ, αλλά επί του παρόντος ταξινομούνται από την Κομισιόν, ως χώρες μεσαίου κινδύνου αναφορικά με το χρέος και ενδέχεται να αντιμετωπίσουν περιορισμούς στις δαπάνες: Γερμανία, Αυστρία, Σλοβενία, Κύπρος και Μάλτα.
- 13 χώρες, που αντιπροσωπεύουν το 50% του ΑΕΠ της ΕΕ, δεν θα μπορούσαν να επενδύσουν αρκετά για να επιτύχουν ακόμη και τους περιορισμένους κλιματικούς στόχους της ίδιας της ΕΕ χωρίς να υπερβούν τα όρια του χρέους ή του ελλείμματος. Αυτές οι χώρες είναι: Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Ολλανδία, Πολωνία, Βέλγιο, Φινλανδία, Τσεχία, Πορτογαλία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Ρουμανία και Κροατία.