Το κατακλυσμιαίο φαινόμενο «Daniel» που έπληξε με σφοδρότητα τη Θεσσαλία είχε ως αποτέλεσμα ανθρώπινες απώλειες και τεράστιες καταστροφές σε υποδομές, σπίτια, κτηνοτροφικές μονάδες και αγροτικές επιχειρήσεις.
Τι θα συνέβαινε όμως αν τα αθροιστικά ύψη βροχόπτωσης-ρεκόρ που καταγράφηκαν στην περιοχή έπεφταν στην Αττική; Αυτός είναι και ο μεγαλύτερος εφιάλτης των ειδικών που προειδοποιούν για «τσουνάμι» επιπτώσεων σε μερικές από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές του Λεκανοπεδίου.
Χαρακτηριστική της έντονης ανησυχίας είναι η αναφορά του επίκουρου καθηγητή στο Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών Μιχάλη Διακάκη. «Το δύσκολο είναι να βρούμε ποιες περιοχές δεν κινδυνεύουν» σημειώνει με νόημα. Μιλώντας στα «ΝΕΑ», υπογραμμίζει χαρακτηριστικά πως «τα κλασικά αντιπλημμυρικά έργα που κάνουμε μέχρι τώρα δεν επαρκούν».
Με φόντο, μάλιστα, τα στοιχεία από το δίκτυο αυτόματων μετεωρολογικών σταθμών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών/meteo.gr που δείχνουν ότι η Ζαγορά Πηλίου δέχθηκε 1.096,2 mm βροχής και η Πορταριά Πηλίου 884,5 mm (αν και η πραγματική ποσότητα εκτιμάται σε ακόμα μεγαλύτερα ύψη, όμως δεν καταγράφηκε λόγω παύσης μετάδοσης δεδομένων από βλάβη του μετεωρολογικού σταθμού), τα πράγματα για την Αττική θεωρούνται εξαιρετικά δύσκολα.
«Δεν μπορεί να πει κανείς ότι αντέχει ο Κηφισός σε τόσο ακραία φαινόμενα. Για παράδειγμα, τις προάλλες, που έριξε περίπου 100 mm βροχής, η στάθμη είχε φτάσει λίγο πάνω από τη μέση, στα 3/4, άρα δεν είναι ασφαλής. Ξέρουμε ότι υπάρχουν ακραία φαινόμενα τα οποία μπορούν να τον κάνουν να υπερχειλίσει. Βεβαίως, δεν είναι μόνο ο Κηφισός που απασχολεί την Αθήνα, διότι υπάρχει μια σειρά από άλλα ρέματα τα οποία μπορούν να γίνουν πολύ καταστροφικά.
Αυτά είναι τα κομμάτια της Δυτικής Αθήνας που πέφτουν στο ρέμα της Εσχατιάς, το ρέμα του Χαλανδρίου από την άλλη μεριά και στη Βορειοανατολική Αττική τα ρέματα της Γλυφάδας. Ολα αυτά έχουν υποστεί πάρα πολύ βαριές ανθρώπινες παρεμβάσεις και είναι έτοιμα να δώσουν πλημμύρα όσο πιο ακραίο είναι το φαινόμενο που θα συμβεί» εξηγεί ο ειδικός.
Ο χάρτης – εφιάλτης
Οπως καταγράφεται στον χάρτη επικινδυνότητας πλημμύρας που εκπονήθηκε το 2017-2018 από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας για την Αττική, αν καταγραφεί φαινόμενο αντίστοιχης έντασης με αυτό που την περασμένη εβδομάδα ενέσκηψε στη Θεσσαλία, ο Κηφισός θα υπερχειλίσει και δεκάδες περιοχές θα πλημμυρίσουν.
Ενδεικτικά, σύμφωνα πάντα με τον χάρτη που δείχνει το χειρότερο σενάριο, το Μενίδι, κομμάτια της Μεταμόρφωσης, των Αγίων Αναργύρων, της Νέας Φιλαδέλφειας, της Νέας Χαλκηδόνας, του Περιστερίου και νοτιότερα, από το Φάληρο ως τον Αγιο Ιωάννη Ρέντη και τον σταθμό μετρό στο λιμάνι του Πειραιά θα αντιμετωπίσουν πρωτόγνωρες καταστάσεις. Η μισή Καλλιθέα, όλο το Μοσχάτο, τα Καμίνια, η Παλιά Κοκκινιά και τμήμα του Ταύρου θα δεχθούν επίσης το πλήγμα του Κηφισού.
Από την πλευρά της, η αναπληρώτρια καθηγήτρια Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής και Παρακτίου Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου Ουρανία Τζωράκη εκτιμά πως – επιστημονικά – δεν είναι απίθανο να συμβεί ένα τέτοιο φαινόμενο και στην Αττική. «Αν και δεν είμαι ούτε κινδυνολόγος ούτε μετεωρολόγος, αλλά δεν το θεωρώ απίθανο. Οπως συνέβη στον θεσσαλικό κάμπο, εννοείται ότι θα μπορούσε να συμβεί και στην Αττική» αναφέρει και σπεύδει να συμπληρώσει: «Τα περισσότερα έργα γίνονται με σχεδιασμό ένα προς 50 χρόνια, δηλαδή για ένα γεγονός που συμβαίνει μία φορά στα 50 χρόνια.
Τι θα συνέβαινε όμως αν τα αθροιστικά ύψη βροχόπτωσης-ρεκόρ που καταγράφηκαν στην περιοχή έπεφταν στην Αττική; Αυτός είναι και ο μεγαλύτερος εφιάλτης των ειδικών που προειδοποιούν για «τσουνάμι» επιπτώσεων σε μερικές από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές του Λεκανοπεδίου.
Ομως, για πολλά έργα έχει παρέλθει αυτό το χρονικό διάστημα. Είναι παλιά και δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις σημερινές τιμές. Ο σχεδιασμός τους έγινε με κάποιες εξισώσεις, με κάποιες καμπύλες, οι οποίες έχουν αναθεωρηθεί στην πορεία, αλλά τα έργα είχαν ολοκληρωθεί ήδη. Αλλά να ξέρετε ότι σχεδιάζουμε έργα με βάση το ένα προς 50, όχι με το ένα προς 1.000, που είναι το χειρότερο σενάριο. Σίγουρα, το φαινόμενο στη Θεσσαλία δεν ήταν ένα προς 50 ή ένα προς 100. Πολλοί συνάδελφοί μου, σοβαροί, κάνουν λόγο για ένα φαινόμενο που συναντάται μία φορά σε 1.000 χρόνια».
Μελέτη 40 ετών µε έκτακτες παρεµβάσεις
Βέβαια, η μελέτη για τα έργα στον Κηφισό έχει εκπονηθεί 40 χρόνια πριν, όταν τα καιρικά φαινόμενα ήταν πιο ήπια, ενώ το 2004 ολοκληρώθηκε το μεγάλο υδραυλικό έργο στην κοίτη του ποταμού με στόχο να αποτραπούν υπερχειλίσεις. Μάλιστα, χρειάστηκε να καταγραφούν τέσσερα πλημμυρικά επεισόδια στις περιοχές του Μοσχάτου, του Ρέντη και του Πειραιά – με σοβαρότερο αυτό της 8ης Ιουλίου 2002 – προκειμένου να ανασχεδιαστεί το έργο και να διατεθούν επιπλέον 60 εκατ. ευρώ (με συνολικό κόστος έργου 180 εκατ. ευρώ).
Σύμφωνα με το τότε υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων, διευρύνθηκε η διατομή του ποταμού κατά 80% σε μήκος τριών χιλιομέτρων από τις εκβολές του στον Φαληρικό Ορμο, έγιναν εργασίες εκβάθυνσης και διαμόρφωσης της τελικής κοίτης, έγιναν έργα καθαρισμού της διώρυγας κάτω από τη λεωφόρο Ποσειδώνος και κατεδαφίστηκαν παλιές γέφυρες, αυξάνοντας την παροχετευτικότητα της κοίτης του.
Ωστόσο, σε συνθήκες κλιματικής κρίσης, και αυτά τα έργα μοιάζουν παρωχημένα και οι επιστήμονες σημαίνουν συναγερμό, ζητώντας να γίνει άμεσα νέα μελέτη για να διαπιστωθούν οι αντοχές του έργου στα νέα καιρικά δεδομένα, οι συνέπειες των οποίων οξύνονται και από τις δασικές πυρκαγιές.
Οι δρόμοι ως κανάλια και οι άμυνες
Πόσες από τις διορθωτικές παρεμβάσεις που προτείνουν οι επιστήμονες μπορούν, όμως, να εφαρμοστούν σε ένα άναρχα αναπτυγμένο αστικό περιβάλλον, όπως αυτό του Λεκανοπεδίου; Οπως αναφέρει στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος και διευθυντής του Εργαστηρίου Ανάλυσης και Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών «ASSIST» Δημήτρης Εμμανουλούδης, «είναι γεγονός ότι τα αστικά περιβάλλοντα ιδιαίτερα τα πυκνοδομημένα, όπως αυτό των Αθηνών, έχουν ως χαρακτηριστικό την παντελή σχεδόν έλλειψη διήθησης των νερών της βροχής, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται ταχύτατα και μέσα σε λίγα λεπτά από την έναρξη της όποιας βροχόπτωσης, έντονα φαινόμενα απορροής.
Τα φαινόμενα αυτά δημιουργούν άμεσο κίνδυνο για πεζούς και αυτοκίνητα, δεδομένου ότι οι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι, έχοντας σταθερές διαστάσεις και σχήμα, λειτουργούν σχεδόν αμέσως ως τεχνητοί αγωγοί κίνησης νερού (κανάλια). Επιπρόσθετα, η εξαφάνιση σχεδόν των φυσικών κοιτών των υδατορευμάτων που διασχίζουν το λεκανοπέδιο, επιτείνουν τα φαινόμενα».
Ο ίδιος θυμάται το καιρικό επεισόδιο του Οκτωβρίου του 2021, όταν περίπου 120 mm βροχής ήταν αρκετά για να εγκλωβιστούν πολίτες σε λεωφορεία και να απαγορευτεί η κίνηση στον Κηφισό. «Κανείς από εμάς δεν θέλει να σκεφτεί τι θα μπορούσε να επιφέρει μια ποσότητα βροχής έξι φορές μεγαλύτερου μεγέθους», επισημαίνει χαρακτηριστικά.
Με αυτά τα δεδομένα και αναφερόμενος στις πιθανές άμυνες, ο Δημήτρης Εμμανουλούδης τονίζει ότι «γίνεται επιτακτική η ανάγκη της επαναδιάνοιξης των φυσικών κοιτών των προαναφερθέντων ρευμάτων, γεγονός που θα επιφέρει, εκτός από πολύτιμη βοήθεια στην αντιπλημμυρική θωράκιση της πρωτεύουσας, αναψυχή στους κατοίκους. Επίσης, η δημιουργία μιας σειράς από “κήπους βροχής” (rain gardens) κατά τα πρότυπα μεγαλουπόλεων του εξωτερικού μπορεί να συντελέσει στην ίδια κατεύθυνση. Επιπρόσθετα, η κατασκευή έργων Ορεινής Υδρονομίας στο άνω τμήμα της λεκάνης του Κηφισού, θα επιφέρει καθυστέρηση των πλημμυρικών αιχμών του, ώστε η υπάρχουσα τεχνητή κοίτη του, η οποία δεν είναι δυνατόν να διανοιχθεί περαιτέρω λόγω της θέσης της μέσα στον αστικό ιστό, να μπορεί να παροχετεύει με σχετική ασφάλεια τις ποσότητες του νερού που δέχεται».
Το σενάριο της μετεγκατάστασης
Επιπλέον, ο ειδικός κάνει λόγο ακόμη και για ενδεχόμενο μετεγκατάστασης οικισμών: «Αναφορικά με τα αστικά περιβάλλοντα, τα οποία έχουν σαφώς δυσμενέστερο περιβάλλον πλημμυρογένεσης, θα πρέπει αφενός να ελεγχθούν ως προς τις πιθανές ζημίες και τη στατικότητά τους όλα τα οικήματα τα οποία είναι κτισμένα στις όχθες των ρεμάτων και αφετέρου τυχόν στενώσεις και επικαλύψεις κοιτών, να διανοιχθούν και να αποκαλυφθούν.
Τέλος, θα πρέπει να εξεταστεί σοβαρά το ενδεχόμενο, οικισμοί οι οποίοι έχουν ιστορικό συχνού και επαναλαμβανόμενου πλημμυρισμού τις τελευταίες δεκαετίες, να μετεγκατασταθούν σε περιοχές που έχουν ευνοϊκότερο υδρολογικό περιβάλλον».
Πηγή: Έντυπη έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ»