Το ακριβό κόστος δανεισμού και εξυπηρέτησης δανείων από νοικοκυριά κι επιχειρήσεις μετά τις αυξήσεις των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η σταδιακή στροφή από κυβερνήσεις σε πιο αυστηρή δημοσιονομική πολιτική αποτελούν τους δύο μεγαλύτερους κινδύνους σήμερα για την ανάπτυξη της ευρωζώνης, απειλώντας χώρες όπως η Γερμανία ακόμη και με ύφεση.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει μελέτη του Bloomberg Economics, αλλά και νέα έκθεση της Allianz που κάνει λόγο για συνεχείς προκλήσεις στην οικονομία της ευρωζώνης. Επίσης σε προηγούμενη ανάλυσή της η ING έκανε ιδιαίτερη αναφορά στο πως τα πολύ υψηλότερα επιτόκια του ευρώ επηρεάζουν νοικοκυριά κι επιχειρήσεις.
Όλα αυτά κάνουν ακόμη πιο δύσκολο το έργο της ΕΚΤ η οποία καλείται σύντομα να δώσει σήμα για το τι θα κάνει με τα επιτόκια από το Σεπτέμβριο και μετά.
«Ο συνδυασμός υψηλότερων επιτοκίων και νέων περιορισμών σε κυβερνητικές δαπάνες απειλούν να στραγγαλίσουν την επέκταση (της οικονομίας) και αυξάνουν τον κίνδυνο κακής ύφεσης», αναφέρει η ανάλυση του Bloomberg Economics.
Οι αρνητικές επιπτώσεις από τις αυξήσεις στο κόστος δανεισμού θα κορυφωθούν το 2024 και θα επιφέρουν πλήγμα 3,8% στην οικονομία, εκτιμά η ανάλυση αυτή. Ανάλογα με το που θα διαμορφωθούν οι τιμές της ενέργειας και το πώς θα αποσυρθούν προγράμματα στήριξης από κυβερνήσεις, το ποσοστό αυτό του πλήγματος στην οικονομία του ευρώ μπορεί να φτάσει και το 5% σημειώνεται. Για την πρόβλεψη αυτή υπολογίζεται η αύξηση επιτοκίων κατά 425 μονάδες βάσης από την ΕΚΤ, σε συνδυασμό με επιστροφή κυβερνήσεων σε λιγότερες δαπάνες με πρωτοπόρο τη Γερμανία.
Ανησυχούν οι οίκοι
Οι οικονομικές προοπτικές της Ευρωζώνης αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερες προκλήσεις με ενδείξεις για συνεχιζόμενες αδύναμες επιδόσεις. Η ανάπτυξη του δεύτερου τριμήνου είναι πιθανό να παρέμεινε ασθενής και οι δείκτες PMI του Ιουλίου επιβεβαιώνουν περαιτέρω επιβράδυνση το δεύτερο εξάμηνο του έτους, σημειώνει σε ανάλυσή της η Allianz.
«Υπό το πρίσμα του σταθερού πυρήνα του πληθωρισμού, η ΕΚΤ άφησε ανοιχτή την πόρτα για μια τελευταία αύξηση τον Σεπτέμβριο στο 4%, οδηγώντας σε αυστηρότερους πιστωτικούς όρους και μειωμένη επενδυτική ζήτηση. Η ασθενής εξωτερική ζήτηση από τους μεγάλους εμπορικούς εταίρους ενισχύει τους αντίθετους ανέμους. Οι αποκλίσεις μεταξύ των χωρών μελών είναι εμφανείς, με τη Γερμανία να υστερεί και την Ισπανία να παρουσιάζει συγκριτικά ισχυρή δυναμική, κυρίως χάρη στις υπηρεσίες και τις δημόσιες επενδύσεις», σημειώνεται από τον οίκο.
Ανησυχία για τη Γερμανία
Ειδικά για τη Γερμανία, οι οικονομικές προοπτικές της χαρακτηρίζονται ως ζοφερές, παρόλο που αποφεύχθηκε περαιτέρω ύφεση – με το ΑΕΠ να παραμένει στάσιμο το δεύτερο τρίμηνο. Όπως αναφέρεται στην έκθεση της Allianz SE, οι δείκτες σηματοδοτούν αδυναμίες σε όλους τους τομείς, με τη μεταποίηση και τις υπηρεσίες να παρουσιάζουν πτώση. Διαρθρωτικά ζητήματα, όπως το υψηλό ενεργειακό κόστος και οι ελλείψεις εργαζομένων, επιδεινώνουν την κατάσταση, οδηγώντας σε πιθανή οικονομική ύφεση. Οι εκροές κεφαλαίων υποδηλώνουν μείωση της ελκυστικότητας ως επενδυτικού προορισμού, θέτοντας περαιτέρω προκλήσεις για την οικονομία της χώρας, προειδοποιεί ο οίκος. Η οικονομία της Γαλλίας βρίσκεται σε σταυροδρόμι λόγω της παρατεταμένης στασιμότητας παρά τη ανάπτυξη στο τρίτο τρίμηνο του 2023, αναφέρεται ακόμη.
Η ING από την πλευρά της έχει αναφέρει ότι καθώς τα τραπεζικά επιτόκια έχουν επίσης αυξηθεί σημαντικά από τις αρχές του 2022, αυτό αρχίζει να περιορίζει τις επενδύσεις καθώς ο δανεισμός έχει γίνει πιο δύσκολος για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Οι δανειακές ανάγκες για επενδυτικούς λόγους έχουν μειωθεί σημαντικά από τις αρχές του έτους λόγω αυξήσεων επιτοκίων και αυτό ο οίκος αναμένει ότι θα έχει σημαντικό περιοριστικό αντίκτυπο στις επενδύσεις στην ευρωζώνη τα επόμενα τρίμηνα.
Πηγή: ΟΤ