Με υψηλές ταχύτητες συνεχίζει την πορεία του το ελληνικό ακτινίδιο στις αγορές του εξωτερικού, καταρρίπτοντας κάθε χρόνο το ένα ρεκόρ μετά το άλλο.
Η Ελλάδα κατέχει πλέον τη δεύτερη θέση στην παγκόσμια παραγωγή από την τρίτη θέση, ξεπερνώντας την Ιταλία, ενώ πρώτη παραγωγός χώρα παραμένει η Νέα Ζηλανδία.
Η φετινή παραγωγή πανελλαδικά άγγιξε τους 300.000 τόνους, ενώ όπως τονίζει στον ΟΤ, ο πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ακτινιδίου (ΕΔΟΑ) κ. Χρήστος Κολιός, «στα επόμενα 4 χρόνια θα ξεπεράσουμε τους 600.000 τόνους, αν οι καιρικές συνθήκες είναι ευνοϊκές καθώς η κλιματική αλλαγή πλέον είναι απρόβλεπτη».
Αυξημένες οι εκτάσεις – «Κομφούζιο» με τις τιμές
Συνολικά σε όλες τις παραγωγικές περιοχές της χώρας η καλλιέργεια ακτινιδίου καταλαμβάνει 135.631 στρέμματα. Τα περισσότερα καλλιεργήσιμα στρέμματα βρίσκονται στην Πιερία με 35.000 στρέμματα, ενώ την δεύτερη θέση στη λίστα καταλαμβάνει η Άρτα και η Καβάλα με 21.000 στρέμματα. Ακολουθεί η Ημαθία με 19.500 στρέμματα, η Πέλλα με 10.000 στρέμματα και η Ξάνθη με 8.000 στρέμματα.
Μάλιστα, οι εκτάσεις όπου καλλιεργείται ακτινίδιο τα τελευταία χρόνια αυξάνονται συνεχώς εφόσον προσφέρει καλό εισόδημα στους παραγωγούς, οι οποίοι απολαμβάνουν υψηλές τιμές.
Φέτος οι τιμές για τον παραγωγό κινήθηκαν από 0,30 έως 0,40 ευρώ/κιλό, ενώ περιοχές με πιο ποιοτικά και μεγάλα φρούτα έφτασαν ακόμα και τα 0,55 έως 0,60 ευρώ/κιλό. «Υπήρξε ένα κομφούζιο με τις τιμές και αυτό γιατί φέτος υπήρχε η μικροκαρπία, τα οποία δεν έπαιρναν καλή τιμή και υπήρχαν και αυτά που ήταν πολύ καλά και είχαν καλύτερες τιμές», εξηγεί ο κ. Κολιός.
Αυξημένο κατά 40% το κόστος παραγωγής
Το κόστος παραγωγής έχει αυξηθεί τουλάχιστον 40% σε σχέση με πέρυσι. Ενδεικτικά αναφέρεται το κόστος άρδευσης και λίπανσης που έχουν εκτοξευθεί, το κόστος της ενέργειας, ενώ μεγάλο πρόβλημα αποτελεί η έλλειψη εργατικών χεριών.
«Οι εργάτες γης είναι δυσεύρετοι και παρά το γεγονός ότι έχουν γίνει επαφές με χώρες όπως το Βιετνάμ και η Αίγυπτος, δεν βλέπουμε φως στην κατεύθυνση της επίλυσης του προβλήματος», σημειώνει ο κ. Κολιός
Παράλληλα, οι αυξήσεις στην ενέργεια έχουν εκτοξεύσει το κόστος αποθήκευσης σε τιμή δεκαπλάσια σε σχέση με την εμπορική περίοδο 2020-2021 (από 0,02 λεπτά το κιλό ανά μήνα αποθήκευσης σε 0,22 λεπτά το κιλό /μήνα αποθήκευσης). Να σημειωθεί ότι το ακτινίδιο είναι ένα φρούτο με εμπορική περίοδο έξι μηνών, που πρέπει να διατηρηθεί στο ψυγείο.
Ιστορικό ρεκόρ στις εξαγωγές
Σχεδόν το 85 με 90% της παραγωγής εξάγεται στις αγορές όχι μόνο στις ευρωπαϊκές αλλά και στις παγκόσμιες, με την μέχρι σήμερα πορεία του να δείχνει ένα ακόμα ιστορικό ρεκόρ.
Σύμφωνα με τις αναγγελίες φορτίων που καταχωρήθηκαν στο ΜΕΝΟ και επεξεργάστηκε ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων Incofruit Hellas, από την 1η Σεπτεμβρίου 2022 έως και τις 28 Απριλίου 2023 οι εξαγωγές ακτινιδίου έφτασαν τους 196.750 τόνους έναντι 186.692 τόνων την αντίστοιχη περσινή περίοδο.
Από την ποσότητα των 196.750 τόνους, προς τις ΗΠΑ κατευθύνθηκαν 13.793 τόνοι έναντι 14.804 τόνων την αντίστοιχη περσινή περίοδο, προς Ισπανία 28.333 τόνοι έναντι 26.974 τόνων πέρσι, προς Ιταλία 20.298 τόνοι έναντι 44.218 τόνων, προς Καναδά 6.725 τόνοι έναντι 5.271 τόνοι, προς Ινδία 20.049 τόνοι έναντι 1.630 τόνων και στη νέα αγορά του Ισραήλ 385 τόνοι.
Άνοιγμα των αγορών
Το άνοιγμα της αγοράς του Ισραήλ έδωσε «φτερά» στις εξαγωγές, ενώ με την ολοκλήρωση των απαιτούμενων διαδικασιών, το ελληνικό ακτινίδιο θα βρίσκεται και στη Βραζιλία. «Περιμένουμε τη δημοσίευση του αντίστοιχου ΦΕΚ ώστε να ανοίξουν οι δρόμοι και της Βραζιλίας», τονίζει στον ΟΤ, ο κ. Κολιός.
Μάλιστα, εξηγεί ότι το άνοιγμα νέων αγορών είναι απαραίτητη προκειμένου «να γίνει διασπορά όλων αυτών των ποσοτήτων και να γίνει αποσυμφόρηση αγορών που είναι κορεσμένες. Για παράδειγμα φέτος η Ευρώπη δεν μπορούσε να σηκώσει όλο αυτό το βάρος των ακτινιδίων, που γινόταν με τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές, με αποτέλεσμα να είναι μειωμένες οι εξαγωγές», εξηγεί στον ΟΤ, ο πρόεδρος της ΕΔΟΑ.
Πάντως η ποιότητα, είναι αυτή που συνοδεύει το ελληνικό ακτινίδιο, – όπως άλλωστε και όλα τα αγροτικά προϊόντα της χώρας μας, – η οποία το κατατάσσει ψηλά στις προτιμήσεις των καταναλωτών.
Πηγή: Ot.gr